TABLETTE, die

[zB. ein Aspirin]


=  το χάπι  (Pl.: τα χάπια)  //  το δισκίο  (Pl.: τα δισκία):

       [vgl. auch die Kapsel (als Tablette mit Umhüllung) = η κάψουλα]

• die Schlaftabletten  °  τα υπνωτικά χάπια


Weitere Wörter:

Vorher
  • SYSTEMWIEDERHERSTELLUNG, die... [Funktion des Computer-Betriebssystems Windows] = η επαναφορά συστήματος ...
  • SZENE, die... = η σκηνή ...
  • SZENERIE, die... • die politische Szenerie (die politische Landschaft) [zB. in der BRD] ° το πολιτικό σκηνικό ...
  • T-SHIRT, das... 1) το φανελάκι: • wenn man in einer Boutique säuberlich gefaltete und nach Farben sortierte T-Shirts liegen sieht und sich eins davon kauft [bzw....
  • TAB, der/das... s. Registerkarte, die ...
  • TABAK, der... = ο καπνός ...
  • TABAKWAREN, die... = τα καπνά // τα προϊόντα καπνού // τα είδη καπνού ...
  • TABELLE, die... = ο πίνακας:...
  • TABLET, das... (Tabletcomputer, der) [tragbarer, flacher Computer] = το τάμπλετ [bzw.] το tablet (Pl.: τα tablets) // η ταμπλέτα ...
  • TABLETT, das... [Servierbrett] = ο δίσκος: • das Tablett [z.B....
Nachher:
  • TABU [Adjektiv]... [lt. Online-Duden nur in prädikativer Verwendung ("tabu sein")] = ταμπού ...
  • TABU, das... = το ταμπού (Pl.: τα ταμπού [keine Deklination]) ...
  • TABUISIEREN... [zB. ein Thema] = αναγορεύω σε ταμπού ...
  • TABULATOR, der... [der in einem Text zwecks Einrückens einer Passage gesetzt wird] = ο στηλοθέτης ...
  • TADEL, der... = η επίπληξη // η μομφή ...
  • TADELLOS... = άψογος, -η, -ο: • (sie) alle tadellos angezogen ° όλοι τους άψογα ντυμένοι ...
  • TADELN... 1) επιπλήττω: wie ein Schüler, der getadelt (gemaßregelt / zurechtgewiesen) worden war ° σαν μαθητής που τον είχαν επιπλήξει 2) tadelnd: s....
  • TADELND... 1) επιτιμητικός, -ή, -ό: • er sah sie tadelnd (missbilligend) an ° την κοίταξε επιτιμητικά 2) Konstruktionen mit μομφή:...
  • TADSCHIKE, der / TADSCHIKIN, die... 1) der Tadschike ° ο Τατζίκος (Pl.: οι Τατζίκοι) 2) die Tadschikin ° η Τατζίκα ...