TADSCHIKE, der / TADSCHIKIN, die
1) der Tadschike ° ο Τατζίκος (Pl.: οι Τατζίκοι)
2) die Tadschikin ° η Τατζίκα
Weitere Wörter:
Vorher
- TABLETT, das... [Servierbrett] = ο δίσκος: • das Tablett [z.B....
- TABLETTE, die... [zB. ein Aspirin] = το χάπι (Pl.: τα χάπια) // το δισκίο (Pl.: τα δισκία): [vgl....
- TABU [Adjektiv]... [lt. Online-Duden nur in prädikativer Verwendung ("tabu sein")] = ταμπού ...
- TABU, das... = το ταμπού (Pl.: τα ταμπού [keine Deklination]) ...
- TABUISIEREN... [zB. ein Thema] = αναγορεύω σε ταμπού ...
- TABULATOR, der... [der in einem Text zwecks Einrückens einer Passage gesetzt wird] = ο στηλοθέτης ...
- TADEL, der... = η επίπληξη // η μομφή ...
- TADELLOS... = άψογος, -η, -ο: • (sie) alle tadellos angezogen ° όλοι τους άψογα ντυμένοι ...
- TADELN... 1) επιπλήττω: wie ein Schüler, der getadelt (gemaßregelt / zurechtgewiesen) worden war ° σαν μαθητής που τον είχαν επιπλήξει 2) tadelnd: s....
- TADELND... 1) επιτιμητικός, -ή, -ό: • er sah sie tadelnd (missbilligend) an ° την κοίταξε επιτιμητικά 2) Konstruktionen mit μομφή:...
Nachher:
- TADSCHIKISCH... 1) [personenbezogen]: τατζίκος / τατζίκα 2) [sachbezogen]: τατζικικός, -ή, -ό ...
- TADSCHIKISTAN... = το Τατζικιστάν ...
- TAFEL, die... 1) [Schultafel]: o πίνακας ([bzw.] ο μαυροπίνακας):...
- TÄFELN... • die Wände waren mit Holz getäfelt (verkleidet) ° οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με ξύλο • mit Holz getäfelte (verkleidete) Wände / Wände mit Holztäfelung (Holzverkleidung) ° τοίχοι με ξύλινη επένδυση ...
- TÄFELUNG, die... = η επένδυση:...
- TAFERLKLASSLER, die... = τα πρωτάκια [= τα παιδιά της πρώτης τάξεως του δημοτικού] ...
- TAG, der... 1) [allgemein]: a) η (η)μέρα (Pl.: οι {η}μέρες / Gen.: των ημερών): aa) [als Abschnittseinheit einer Woche]: • Welcher (Was für ein) Tag ist heute?...
- TAGAUS, TAGEIN... (auch: tagein, tagaus) 1) μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει 2) vgl. im Übrigen unter für (Z 6) ("Tag für Tag") ...
- TAGBLATT, das... • das Wiener Tagblatt [Zeitungstitel] ° η Ημερησία της Βιέννης [DF+GF aus: Bachmann: Malina] ...