TAGAUS, TAGEIN
(auch: tagein, tagaus)
1) μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει
2) vgl. im Übrigen unter für (Z 6) ("Tag für Tag")
Weitere Wörter:
Vorher
- TADELN... 1) επιπλήττω: wie ein Schüler, der getadelt (gemaßregelt / zurechtgewiesen) worden war ° σαν μαθητής που τον είχαν επιπλήξει 2) tadelnd: s....
- TADELND... 1) επιτιμητικός, -ή, -ό: • er sah sie tadelnd (missbilligend) an ° την κοίταξε επιτιμητικά 2) Konstruktionen mit μομφή:...
- TADSCHIKE, der / TADSCHIKIN, die... 1) der Tadschike ° ο Τατζίκος (Pl.: οι Τατζίκοι) 2) die Tadschikin ° η Τατζίκα ...
- TADSCHIKISCH... 1) [personenbezogen]: τατζίκος / τατζίκα 2) [sachbezogen]: τατζικικός, -ή, -ό ...
- TADSCHIKISTAN... = το Τατζικιστάν ...
- TAFEL, die... 1) [Schultafel]: o πίνακας ([bzw.] ο μαυροπίνακας):...
- TÄFELN... • die Wände waren mit Holz getäfelt (verkleidet) ° οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με ξύλο • mit Holz getäfelte (verkleidete) Wände / Wände mit Holztäfelung (Holzverkleidung) ° τοίχοι με ξύλινη επένδυση ...
- TÄFELUNG, die... = η επένδυση:...
- TAFERLKLASSLER, die... = τα πρωτάκια [= τα παιδιά της πρώτης τάξεως του δημοτικού] ...
- TAG, der... 1) [allgemein]: a) η (η)μέρα (Pl.: οι {η}μέρες / Gen.: των ημερών): aa) [als Abschnittseinheit einer Woche]: • Welcher (Was für ein) Tag ist heute?...
Nachher:
- TAGBLATT, das... • das Wiener Tagblatt [Zeitungstitel] ° η Ημερησία της Βιέννης [DF+GF aus: Bachmann: Malina] ...
- TAGEBUCH, das... = το ημερολόγιο:...
- TAGELANG... 1) για μέρες: • Tagelang hatte ich mir den Kopf [über dieses Problem] zerbrochen. ° Για μέρες είχα σπάσει το κεφάλι μου. [synonym:...
- TAGEN... [sc. eine Tagung/Sitzung abhalten] = συνεδριάζω ...
- TAGESABLAUF, der... • Wie ist euer Tagesablauf [hier im Kindergarten]? [Frage an die Kindergartenbedienstete] ° Ποιο είναι το ημερήσιο πρόγραμμά σας; [DF+GF aus:...
- TAGESAUSFLUG, der... [wörtl.: der eintägige Ausflug] = η μονοήμερη εκδρομή ...
- TAGESBETREUUNG, die... • die Tagesbetreuung [sc....
- TAGESKARTE, die... [zB. zur Benützung eines Schilifts] = η ημερήσια κάρτα ...
- TAGESLICHT, das... = το φως (της) ημέρας: • riesige Glasscheiben [an den Gebäudewänden],...