TAGESLICHT, das
= το φως (της) ημέρας:
• riesige Glasscheiben [an den Gebäudewänden], die Tageslicht und (eine) wunderbare Aussicht bieten ° τεράστιες τζαμαρίες που προσφέρουν φως ημέρας και θαυμάσια θέα
Weitere Wörter:
Vorher
- TAG, der... 1) [allgemein]: a) η (η)μέρα (Pl.: οι {η}μέρες / Gen.: των ημερών): aa) [als Abschnittseinheit einer Woche]: • Welcher (Was für ein) Tag ist heute?...
- TAGAUS, TAGEIN... (auch: tagein, tagaus) 1) μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει 2) vgl. im Übrigen unter für (Z 6) ("Tag für Tag") ...
- TAGBLATT, das... • das Wiener Tagblatt [Zeitungstitel] ° η Ημερησία της Βιέννης [DF+GF aus: Bachmann: Malina] ...
- TAGEBUCH, das... = το ημερολόγιο:...
- TAGELANG... 1) για μέρες: • Tagelang hatte ich mir den Kopf [über dieses Problem] zerbrochen. ° Για μέρες είχα σπάσει το κεφάλι μου. [synonym:...
- TAGEN... [sc. eine Tagung/Sitzung abhalten] = συνεδριάζω ...
- TAGESABLAUF, der... • Wie ist euer Tagesablauf [hier im Kindergarten]? [Frage an die Kindergartenbedienstete] ° Ποιο είναι το ημερήσιο πρόγραμμά σας; [DF+GF aus:...
- TAGESAUSFLUG, der... [wörtl.: der eintägige Ausflug] = η μονοήμερη εκδρομή ...
- TAGESBETREUUNG, die... • die Tagesbetreuung [sc....
- TAGESKARTE, die... [zB. zur Benützung eines Schilifts] = η ημερήσια κάρτα ...
Nachher:
- TAGESORDNUNG, die... 1) η ημερήσια διάταξη 2) Sonstiges: • Verbrechen sind an der Tagesordnung. ° Το έγκλημα είναι καθημερινότητα. [DF+GF aus: Ditfurth:...
- TAGESPOLITIK, die... • über die Situation der Tagespolitik [wörtl.:...
- TAGESZEITUNG, die... = η καθημερινή εφημερίδα // η ημερήσια* εφημερίδα *(auch: ημερησία) ...
- TAGEWEISE... = με την ημέρα [bzw.] με τη μέρα: • Die Zimmer werden tage-, wochen- oder monatsweise vermietet. [d.h....
- TÄGLICH... 1) καθημερινός, -ή, -ό 2) ημερήσιος, -ια, -ιο 3) Sonstiges:...
- TAGSÜBER... (am Tag / während des Tages) [im Gegensatz zu abends bzw....
- TAGUNG, die... 1) το συνέδριο:...
- TAGWACHE, die... = το εγερτήριο: • Tagwache (ist) um sieben Uhr früh. ° Εγερτήριο στις επτά το πρωί. ...
- TAHITI... = η Ταϊτή ...