TAGEWEISE


=  με την ημέρα  [bzw.]  με τη μέρα:

• Die Zimmer werden tage-, wochen- oder monatsweise vermietet. [d.h. sie können für eines dieser Intervalle gemietet werden]  °  Τα δωμάτια ενοικιάζονται με την ημέρα, την εβδομάδα ή το μήνα.

• Sie können [in diesen Bahnhöfen] stundenweise oder tageweise ein Fahrrad mieten  °  μπορείτε να νοικιάσετε ένα ποδήλατο με την ώρα ή με τη μέρα


Weitere Wörter:

Vorher
  • TAGELANG... 1) για μέρες: • Tagelang hatte ich mir den Kopf [über dieses Problem] zerbrochen. ° Για μέρες είχα σπάσει το κεφάλι μου. [synonym:...
  • TAGEN... [sc. eine Tagung/Sitzung abhalten] = συνεδριάζω ...
  • TAGESABLAUF, der... • Wie ist euer Tagesablauf [hier im Kindergarten]? [Frage an die Kindergarten­bedienstete] ° Ποιο είναι το ημερήσιο πρόγραμμά σας; [DF+GF aus:...
  • TAGESAUSFLUG, der... [wörtl.: der eintägige Ausflug] = η μονοήμερη εκδρομή ...
  • TAGESBETREUUNG, die... • die Tagesbetreuung [sc....
  • TAGESKARTE, die... [zB. zur Benützung eines Schilifts] = η ημερήσια κάρτα ...
  • TAGESLICHT, das... = το φως (της) ημέρας: • riesige Glasscheiben [an den Gebäudewänden],...
  • TAGESORDNUNG, die... 1) η ημερήσια διάταξη 2) Sonstiges: • Verbrechen sind an der Tagesordnung. ° Το έγκλημα είναι καθημερινότητα. [DF+GF aus: Ditfurth:...
  • TAGESPOLITIK, die... • über die Situation der Tagespolitik [wörtl.:...
  • TAGESZEITUNG, die... = η καθημερινή εφημερίδα // η ημερήσια* εφημερίδα *(auch: ημερησία) ...
Nachher:
  • TÄGLICH... 1) καθημερινός, -ή, -ό 2) ημερήσιος, -ια, -ιο 3) Sonstiges:...
  • TAGSÜBER... (am Tag / während des Tages) [im Gegensatz zu abends bzw....
  • TAGUNG, die... 1) το συνέδριο:...
  • TAGWACHE, die... = το εγερτήριο: • Tagwache (ist) um sieben Uhr früh. ° Εγερτήριο στις επτά το πρωί. ...
  • TAHITI... = η Ταϊτή ...
  • TAIFUN, der... = ο τυφώνας ...
  • TAILLE, die... [= der zwischen Hüfte und Brustkorb gelegene schmalste Abschnitt des Rumpfes (Duden) // vgl.: die Hüfte = ο γοφός] = η μέση:...
  • TAIWAN... = η Ταϊβάν ...
  • TAIWANER, der / TAIWANERIN, die... 1) der Taiwander ° ο Ταϊβανέζος * 2) die Taiwanerin ° η Ταϊβανέζα * *[Anm.:...