TAGSÜBER
(am Tag / während des Tages) [im Gegensatz zu abends bzw. nachts]
= την ημέρα // στη διάρκεια της ημέρας // κατά τη διάρκεια της μέρας
Weitere Wörter:
Vorher
- TAGESABLAUF, der... • Wie ist euer Tagesablauf [hier im Kindergarten]? [Frage an die Kindergartenbedienstete] ° Ποιο είναι το ημερήσιο πρόγραμμά σας; [DF+GF aus:...
- TAGESAUSFLUG, der... [wörtl.: der eintägige Ausflug] = η μονοήμερη εκδρομή ...
- TAGESBETREUUNG, die... • die Tagesbetreuung [sc....
- TAGESKARTE, die... [zB. zur Benützung eines Schilifts] = η ημερήσια κάρτα ...
- TAGESLICHT, das... = το φως (της) ημέρας: • riesige Glasscheiben [an den Gebäudewänden],...
- TAGESORDNUNG, die... 1) η ημερήσια διάταξη 2) Sonstiges: • Verbrechen sind an der Tagesordnung. ° Το έγκλημα είναι καθημερινότητα. [DF+GF aus: Ditfurth:...
- TAGESPOLITIK, die... • über die Situation der Tagespolitik [wörtl.:...
- TAGESZEITUNG, die... = η καθημερινή εφημερίδα // η ημερήσια* εφημερίδα *(auch: ημερησία) ...
- TAGEWEISE... = με την ημέρα [bzw.] με τη μέρα: • Die Zimmer werden tage-, wochen- oder monatsweise vermietet. [d.h....
- TÄGLICH... 1) καθημερινός, -ή, -ό 2) ημερήσιος, -ια, -ιο 3) Sonstiges:...
Nachher:
- TAGUNG, die... 1) το συνέδριο:...
- TAGWACHE, die... = το εγερτήριο: • Tagwache (ist) um sieben Uhr früh. ° Εγερτήριο στις επτά το πρωί. ...
- TAHITI... = η Ταϊτή ...
- TAIFUN, der... = ο τυφώνας ...
- TAILLE, die... [= der zwischen Hüfte und Brustkorb gelegene schmalste Abschnitt des Rumpfes (Duden) // vgl.: die Hüfte = ο γοφός] = η μέση:...
- TAIWAN... = η Ταϊβάν ...
- TAIWANER, der / TAIWANERIN, die... 1) der Taiwander ° ο Ταϊβανέζος * 2) die Taiwanerin ° η Ταϊβανέζα * *[Anm.:...
- TAIWANESISCH... 1) [personenbezogen]: ταϊβανέζος / ταϊβανέζα 2) [sachbezogen]: ταϊβανέζικος, -η, -ο [Anm.:...
- TAKT, der... 1) [in der Musik]: a) το μέτρο: • Schon nach ein paar Takten [die wir (= der Schulchor) gesungen hatten] unterbrach uns Giannis [= der Chorleiter]....