TAGESORDNUNG, die


1) η ημερήσια διάταξη


2) Sonstiges:

• Verbrechen sind an der Tagesordnung.  °  Το έγκλημα είναι καθημερινότητα.   [DF+GF aus: Ditfurth: Lwg]


Weitere Wörter:

Vorher
  • TAGAUS, TAGEIN... (auch: tagein, tagaus) 1) μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει 2) vgl. im Übrigen unter für (Z 6) ("Tag für Tag") ...
  • TAGBLATT, das... • das Wiener Tagblatt [Zeitungstitel] ° η Ημερησία της Βιέννης [DF+GF aus: Bachmann: Malina] ...
  • TAGEBUCH, das... = το ημερολόγιο:...
  • TAGELANG... 1) για μέρες: • Tagelang hatte ich mir den Kopf [über dieses Problem] zerbrochen. ° Για μέρες είχα σπάσει το κεφάλι μου. [synonym:...
  • TAGEN... [sc. eine Tagung/Sitzung abhalten] = συνεδριάζω ...
  • TAGESABLAUF, der... • Wie ist euer Tagesablauf [hier im Kindergarten]? [Frage an die Kindergarten­bedienstete] ° Ποιο είναι το ημερήσιο πρόγραμμά σας; [DF+GF aus:...
  • TAGESAUSFLUG, der... [wörtl.: der eintägige Ausflug] = η μονοήμερη εκδρομή ...
  • TAGESBETREUUNG, die... • die Tagesbetreuung [sc....
  • TAGESKARTE, die... [zB. zur Benützung eines Schilifts] = η ημερήσια κάρτα ...
  • TAGESLICHT, das... = το φως (της) ημέρας: • riesige Glasscheiben [an den Gebäudewänden],...
Nachher:
  • TAGESPOLITIK, die... • über die Situation der Tagespolitik [wörtl.:...
  • TAGESZEITUNG, die... = η καθημερινή εφημερίδα // η ημερήσια* εφημερίδα *(auch: ημερησία) ...
  • TAGEWEISE... = με την ημέρα [bzw.] με τη μέρα: • Die Zimmer werden tage-, wochen- oder monatsweise vermietet. [d.h....
  • TÄGLICH... 1) καθημερινός, -ή, -ό 2) ημερήσιος, -ια, -ιο 3) Sonstiges:...
  • TAGSÜBER... (am Tag / während des Tages) [im Gegensatz zu abends bzw....
  • TAGUNG, die... 1) το συνέδριο:...
  • TAGWACHE, die... = το εγερτήριο: • Tagwache (ist) um sieben Uhr früh. ° Εγερτήριο στις επτά το πρωί. ...
  • TAHITI... = η Ταϊτή ...
  • TAIFUN, der... = ο τυφώνας ...