TAGELANG
1) για μέρες:
• Tagelang hatte ich mir den Kopf [über dieses Problem] zerbrochen. ° Για μέρες είχα σπάσει το κεφάλι μου. [synonym: Μέρες ολόκληρες είχα σπάσει το κεφάλι μου.]
• tagelang hinkte (humpelte) ich [als Folge der Verletzungen] ° για μέρες κούτσαινα
2) μέρες ολόκληρες:
• Tagelang hatte ich mir den Kopf [über dieses Problem] zerbrochen. ° Μέρες ολόκληρες είχα σπάσει το κεφάλι μου. [synonym: Για μέρες είχα σπάσει το κεφάλι μου.]
Weitere Wörter:
Vorher
- TADSCHIKISCH... 1) [personenbezogen]: τατζίκος / τατζίκα 2) [sachbezogen]: τατζικικός, -ή, -ό ...
- TADSCHIKISTAN... = το Τατζικιστάν ...
- TAFEL, die... 1) [Schultafel]: o πίνακας ([bzw.] ο μαυροπίνακας):...
- TÄFELN... • die Wände waren mit Holz getäfelt (verkleidet) ° οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με ξύλο • mit Holz getäfelte (verkleidete) Wände / Wände mit Holztäfelung (Holzverkleidung) ° τοίχοι με ξύλινη επένδυση ...
- TÄFELUNG, die... = η επένδυση:...
- TAFERLKLASSLER, die... = τα πρωτάκια [= τα παιδιά της πρώτης τάξεως του δημοτικού] ...
- TAG, der... 1) [allgemein]: a) η (η)μέρα (Pl.: οι {η}μέρες / Gen.: των ημερών): aa) [als Abschnittseinheit einer Woche]: • Welcher (Was für ein) Tag ist heute?...
- TAGAUS, TAGEIN... (auch: tagein, tagaus) 1) μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει 2) vgl. im Übrigen unter für (Z 6) ("Tag für Tag") ...
- TAGBLATT, das... • das Wiener Tagblatt [Zeitungstitel] ° η Ημερησία της Βιέννης [DF+GF aus: Bachmann: Malina] ...
- TAGEBUCH, das... = το ημερολόγιο:...
Nachher:
- TAGEN... [sc. eine Tagung/Sitzung abhalten] = συνεδριάζω ...
- TAGESABLAUF, der... • Wie ist euer Tagesablauf [hier im Kindergarten]? [Frage an die Kindergartenbedienstete] ° Ποιο είναι το ημερήσιο πρόγραμμά σας; [DF+GF aus:...
- TAGESAUSFLUG, der... [wörtl.: der eintägige Ausflug] = η μονοήμερη εκδρομή ...
- TAGESBETREUUNG, die... • die Tagesbetreuung [sc....
- TAGESKARTE, die... [zB. zur Benützung eines Schilifts] = η ημερήσια κάρτα ...
- TAGESLICHT, das... = το φως (της) ημέρας: • riesige Glasscheiben [an den Gebäudewänden],...
- TAGESORDNUNG, die... 1) η ημερήσια διάταξη 2) Sonstiges: • Verbrechen sind an der Tagesordnung. ° Το έγκλημα είναι καθημερινότητα. [DF+GF aus: Ditfurth:...
- TAGESPOLITIK, die... • über die Situation der Tagespolitik [wörtl.:...
- TAGESZEITUNG, die... = η καθημερινή εφημερίδα // η ημερήσια* εφημερίδα *(auch: ημερησία) ...