T-SHIRT, das
1) το φανελάκι:
• wenn man in einer Boutique säuberlich gefaltete und nach Farben sortierte T-Shirts liegen sieht und sich eins davon kauft [bzw.] when you see T-shirts piled up in a clothes shop, beautifully folded and colour-coded, and you buy one ° όταν σ’ ένα μαγαζί με ρούχα βλέπεις τα φανελάκια διπλωμένα όμορφα και στοιβαγμένα κατά χρώματα, αγοράζεις ένα, [...] [DF, EF + GF aus: Hornby: High Fidelity]
• ich trage praktisch immer Jeans, T-Shirts und Lederjacke [bzw.] I wear jeans and T-shirts and a leather jacket more or less all the time ° φοράω τζιν, φανελάκια, κι ένα δερμάτινο μπουφάν σχεδόν πάντα [DF, EF + GF aus: Hornby: High Fidelity]
2) το μπλουζάκι:
• [er] streift sich ein T-Shirt über und geht aus dem Schlafzimmer ° ρίχνει πάνω του ένα μπλουζάκι και βγαίνει από την κρεβατοκάμαρα [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]
• Er trägt trotz der Jahreszeit ein ärmelloses T-Shirt [...] ° Παρά την εποχή φοράει ένα κοντομάνικο μπλουζάκι [...] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]
3.1) το μάκο:
• […], und obwohl sie [= die Frau] Jeans und T-Shirt trägt, […] [,] und das T-Shirt ist vorne mit reichlich Strass verziert [bzw.] […]; and though she's wearing jeans and a T‑shirt, […], and the T-shirt has a lot of jewellery stuck to the front of it ° Παρ’ όλο που φοράει τζιν και μακό, [...], και το μακό φανελάκι έχει πάνω ένα σωρό μπιχλιμπίδια [DF, EF + GF aus: Hornby: High Fidelity]
3.2) το μακό μπλουζάκι [Pons // Hueber-Handel // GF auch in einem griechischen Bildwörterbuch] :
• Du hast [damals (immer)] Lederjacke und T-Shirts getragen, und ich auch. [bzw.] You wore leather jackets and T-shirts, and so did I. ° Φορούσες πέτσινα μπουφάν και μακό μπλουζάκια όπως κι εγώ. [DF, EF + GF aus: Hornby: High Fidelity]
• außerdem kaufte ich T-Shirts ° αγόρασα επίσης μακό μπλουζάκια [GF+DF aus: Όσες φορές]
3.3) το μακό φανελάκι [BS s. unter Z 3.1]
Weitere Wörter:
- SYRER, der / SYRERIN, die... (männl. Form lt. Duden auch: Syrier, der [Anm.: Die Form "Syrierin" ist im Duden hingegen nicht verzeichnet....
- SYRIEN... = η Συρία ...
- SYRISCH... 1) [personenbezogen]: σύρος / σύρια 2) [sachbezogen]: συριακός, -ή, -ό ...
- SYSTEM, das... 1) το σύστημα: • ganz langsam schaffte ich es, in alle meine Arbeiten [sc....
- SYSTEMABBILD, das... (= das Image) [englisch: "system image"] [als Mittel der Komplettsicherung von Betriebssystem, Programmen,...
- SYSTEMRELEVANT... • [er/sie/es] ist systemrelevant ° έχει συστημική σημασία ...
- SYSTEMSTEUERUNG, die... • "Systemsteuerung" (die) [Option im Startmenü von Windows XP und Windows 7] [englisch:...
- SYSTEMWIEDERHERSTELLUNG, die... [Funktion des Computer-Betriebssystems Windows] = η επαναφορά συστήματος ...
- SZENE, die... = η σκηνή ...
- SZENERIE, die... • die politische Szenerie (die politische Landschaft) [zB. in der BRD] ° το πολιτικό σκηνικό ...
- TAB, der/das... s. Registerkarte, die ...
- TABAK, der... = ο καπνός ...
- TABAKWAREN, die... = τα καπνά // τα προϊόντα καπνού // τα είδη καπνού ...
- TABELLE, die... = ο πίνακας:...
- TABLET, das... (Tabletcomputer, der) [tragbarer, flacher Computer] = το τάμπλετ [bzw.] το tablet (Pl.: τα tablets) // η ταμπλέτα ...
- TABLETT, das... [Servierbrett] = ο δίσκος: • das Tablett [z.B....
- TABLETTE, die... [zB. ein Aspirin] = το χάπι (Pl.: τα χάπια) // το δισκίο (Pl.: τα δισκία): [vgl....
- TABU [Adjektiv]... [lt. Online-Duden nur in prädikativer Verwendung ("tabu sein")] = ταμπού ...
- TABU, das... = το ταμπού (Pl.: τα ταμπού [keine Deklination]) ...