ANSTECKUNG, die


1) η μόλυνση:

• Die Inkubationszeit ist die Zeit von der Ansteckung bis zum Ausbruch der Krankheit.  °  Ο χρόνος επώασης είναι ο χρόνος από τη μόλυνση μέχρι την εκδήλωση της νόσου.


2) η μετάδοση:

• Die Ansteckung [mit dem Grippevirus] (Die Übertragung [des Grippevirus]) erfolgt von Mensch zu Mensch vor allem mittels Tröpfcheninfektion [sc. durch Husten, Niesen usw.].  °  Η μετάδοση γίνεται από άνθρωπο σε άνθρωπο προπαντός μέσω μόλυνσης από σταγονίδια.


Weitere Wörter: