UNESCO, die

[UNO-Organisation]


=  η Ουνέσκο   (Gen.: της Ουνέσκο)


Weitere Wörter:

Vorher
  • UNERLÄSSLICH... = απαραίτητος, -η, -ο ...
  • UNERLAUBT... 1) ανεπίτρεπτος, -η, -ο 2) αθέμιτος, -η, -ο: • er gebrauchte alle Mittel, [moralisch] erlaubte und unerlaubte, um [...] ° μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα,...
  • UNERREICHBAR... 1) άφθαστος, -η, -ο [bzw.] άφταστος, -η, -ο: [Anm.: άφθαστος / άφταστος bedeutet auch:...
  • UNERREICHT... [iS von: konkurrenzlos; zB. jemandes Schauspielkunst, Dirigiertechnik etc.] 1) άφθαστος, -η, -ο [bzw.] άφταστος, -η, -ο [Anm.:...
  • UNERSCHÖPFLICH... 1) ανεξάντλητος, -η, -ο 2) αστείρευτος, -η, -ο: • Ich bin eine unerschöpfliche Quelle von [= für] Informationen, die [...] betreffen....
  • UNERSCHÜTTERLICH... 1) ακλόνητος, -η, -ο: • Jorgos war unerschütterlich (fest) davon überzeugt, dass, […] ° Ο Γιώργος ήταν ακλόνητα πεπεισμένος ότι [......
  • UNERSCHWINGLICH... [wegen des hohen Preises] = απρόσιτος, -η, -ο ...
  • UNERSETZLICH... = αναντικατάστατος, -η, -ο ...
  • UNERTRÄGLICH... 1) αφόρητος, -η, -ο: • Die Hitze war unerträglich dort drinnen. ° Η ζέστη ήταν αφόρητη εκεί μέσα. 2) ανυπόφορος, -η, -ο:...
  • UNERWARTET... 1) απρόσμενος, -η, -ο: • ein unerwarteter Besuch ° μια απρόσμενη επίσκεψη • ganz unerwartet / ganz überraschend ° εντελώς απρόσμενα 2) αναπάντεχος,...
Nachher:
  • UNFÄHIG... = ανίκανος, -η, -ο: • infolge Krankheit arbeitsunfähig ° ανίκανος (-η, -ο) προς εργασία λόγω ασθένειας ...
  • UNFÄHIGKEIT, die... = η ανικανότητα ...
  • UNFAIR... = άδικος, -η, -ο:...
  • UNFALL, der... 1) το ατύχημα * // το δυστύχημα ** :...
  • UNFALLFREI... • unfallfrei [in Bezug auf einen Gebrauchtwagen] ° ατρακάριστο ...
  • UNFALLKRANKENHAUS, das // UNFALLSPITAL, das... = το νοσοκομείο ατυχημάτων ...
  • UNFALLSTELLE, die... [zB. auf einer Straße] = το σημείο του δυστυχήματος * *[Anm.: bzw. (bei leichteren Unfällen) wohl auch:...
  • UNFASSBAR... 1) αδιανόητος, -η, -ο: • unfassbar / unverständlich / unbegreiflich [zB. jemandes Verhalten] ° αδιανόητος, ‑η, -ο 2) ασύλληπτος, -η, -ο:...
  • UNFRANKIERT... • unfrankiert / nicht frankiert [war der Brief] [wörtl.: ohne Briefmarke] ° δίχως γραμματό­σημο ...