UNFRANKIERT


• unfrankiert / nicht frankiert [war der Brief] [wörtl.: ohne Briefmarke]  °  δίχως γραμματό­σημο


Weitere Wörter:

Vorher
  • UNERWARTET... 1) απρόσμενος, -η, -ο: • ein unerwarteter Besuch ° μια απρόσμενη επίσκεψη • ganz unerwartet / ganz überraschend ° εντελώς απρόσμενα 2) αναπάντεχος,...
  • UNESCO, die... [UNO-Organisation] = η Ουνέσκο (Gen.: της Ουνέσκο) ...
  • UNFÄHIG... = ανίκανος, -η, -ο: • infolge Krankheit arbeitsunfähig ° ανίκανος (-η, -ο) προς εργασία λόγω ασθένειας ...
  • UNFÄHIGKEIT, die... = η ανικανότητα ...
  • UNFAIR... = άδικος, -η, -ο:...
  • UNFALL, der... 1) το ατύχημα * // το δυστύχημα ** :...
  • UNFALLFREI... • unfallfrei [in Bezug auf einen Gebrauchtwagen] ° ατρακάριστο ...
  • UNFALLKRANKENHAUS, das // UNFALLSPITAL, das... = το νοσοκομείο ατυχημάτων ...
  • UNFALLSTELLE, die... [zB. auf einer Straße] = το σημείο του δυστυχήματος * *[Anm.: bzw. (bei leichteren Unfällen) wohl auch:...
  • UNFASSBAR... 1) αδιανόητος, -η, -ο: • unfassbar / unverständlich / unbegreiflich [zB. jemandes Verhalten] ° αδιανόητος, ‑η, -ο 2) ασύλληπτος, -η, -ο:...
Nachher:
  • UNFREI... = ανελεύθερος, -η, -ο ...
  • UNFREIHEIT, die... = η ανελευθερία ...
  • UNFREIWILLIG... 1) ακούσιος, -α, -ο:...
  • UNFREUNDLICH... = αγενής, -ής, -ές ...
  • UNFRIEDE, der [bzw.] UNFRIEDEN, der... • Du hast genug Unfrieden in meinem Haus gestiftet (genug Zwietracht in meinem Haus ge­sät)!...
  • UNFRISIERT... = αχτένιστος, -η, -ο: • ihr unfrisiertes Haar ° τα αχτένιστα μαλλιά της ...
  • UNGAR, der / UNGARIN, die... 1) der Ungar ° ο Ούγγρος * // [umgangssprachlich auch:] ο Ουγγαρέζος *(Pl.: οι Ούγγροι) 2) die Ungarin ° η Ουγγαρέζα [Anm.:...
  • UNGARISCH... 1) [personenbezogen]: ούγγρος / ουγγαρέζα 2) [sachbezogen]: ουγγρικός, -ή, -ό // [umgangssprachlich auch:] ουγγαρέζικος, -η, -ο [Sprache:...
  • UNGARN... = η Ουγγαρία ...