BLITZSCHNELL


1) αστραπιαίος, -α, -ο:

• es sprach sich [im Stadtviertel bzw. in den Kneipen des Stadtviertels] blitzschnell (blitz­artig) he­rum, dass dieser Bill [der hier verkehrte] ein vorzüglicher Seelenarzt [= Psychiater] ist  °  μαθεύτηκε αστραπιαία πως αυτός ο Μπιλ είναι γιατρός περίφημος για την ψυχή


2) ταχύτατος, -η, -ο:

• Seine Antwort kam blitzschnell.  °  H απάντησή του έφτασε ταχύτατα.


Weitere Wörter:

Vorher
  • BLINDDARM, der... = το τυφλό έντερο // η σκωληκοειδής απόφυση * *(Gen.: της σκωληκοειδούς απόφυσης) ...
  • BLINDDARM+...ηκοειδούς απόφυσης • die Blinddarmentzündung (die Appendizitis) ° η φλεγμονή της σκωληκοειδούς απόφυσης (η σκωληκοειδίτιδα) • die Blinddarmoperation [eigentlich:...
  • BLINKEN... 1) [zB. das Gelblicht an der Ampel / das Blinklicht des Autos]: αναβοσβήνω 2) [sc.: den Blinker (zB. des Autos) betätigen]:...
  • BLINKER, der... 1) το φλας: • ich betätige den rechten Blinker [des Autos] ° ανάβω το δεξί φλας 2) Sonstiges:...
  • BLITZ, der... 1) ο κεραυνός: • Der Blitz traf ihn beim Fischen. ° Ο κεραυνός τον βρήκε στο ψάρεμα. • [...], als ihn ein Blitz traf und ihn schwer verletzte. ° [......
  • BLITZABLEITER, der... = το αλεξικέραυνο ...
  • BLITZARTIG... s. blitzschnell ...
  • BLITZEN... 1) [Auftreten eines Blitzes am Himmel]: αστράφτω: • Es blitzte und donnerte noch lange. ° Άστραφτε και βροντούσε για ώρα ακόμα. 2) [iS von: strahlen,...
  • BLITZLICHT, das... 1) [sc. das Blitzlichtgerät]: το φλας 2) [sc. der mit dem Blitzlichtgerät erzeugte Lichteffekt]: το φλας ...
  • BLITZSAUBER... [zB. ein Wäschestück, eine Räumlichkeit] = κατακάθαρος, -η, -ο // πεντακάθαρος, -η, -ο ...
Nachher:
  • BLOCK, der... 1) der (Schreib-)Block [sc. Notizblock etc.] ° το μπλοκ [bzw.] το μπλοκάκι * *[= der Block, auf den zB....
  • BLOCKADE, die... = ο αποκλεισμός: • die Grenzblockade [sc. Blockade der Staatsgrenze – zB....
  • BLOCKBUCHSTABE, der... vgl. Großbuchstabe, der ...
  • BLOCKFREI... • die Blockfreien [Staaten] ° οι αδέσμευτοι [bzw.] οι Αδέσμευτοι • die Bewegung der Blockfreien [sc....
  • BLOCKIEREN... 1) αποκλείω: • blockieren [zB. Straßen,...
  • BLOCKSCHRIFT, die... 1) η γραφή με κεφαλαία γράμματα 2) η μεγαλογράμματη γραφή: • In (der) Blockschrift [sc....
  • BLÖD... • Das war blöd von mir. [was ich da soeben gemacht habe] ° Ήταν βλακεία εκ μέρους μου. [DF+GF aus: Schulze: Simple Storys] ...
  • BLÖDSINN, der... s. Unsinn, der ...
  • BLÖKEN... [Schaf] = βελάζω [Anm.: βελάζω hat auch die Bedeutung "meckern" (Ziege)] ...