WESTE, die
= το γιλέκο:
• die Wollweste ° το μάλλινο γιλέκο
Weitere Wörter:
Vorher
- WERTVERFALL, der... [zB. einer Währung] = η πτώση της αξίας: • der Wertverfall des Euro(s) gegenüber dem Dollar [wörtl.:...
- WERTVOLL... 1) πολύτιμος, -η, -ο 2) Konstruktionen mit μεγάλη αξία: • War sie (sehr) wertvoll? [sc.:...
- WESEN, das... 1) [iS von: Geschöpf]: το ον: (Gen.: του όντος // Pl.: τα όντα / Gen.: των όντων) • das höchste Wesen [zB....
- WESENTLICH... 1) ουσιώδης, -ης, -ες // ουσιαστικός, -ή, -ό:...
- WESPE, die... = η σφήκα (Pl.: οι σφήκες) ...
- WESSEN... 1.1) ποιανού (bzw. weibl.: ποιανής) (Pl.: ποιανών): [Anm.: Es handelt sich um alternative Genitiv-Formen von ποιος (-α, -ο),...
- WESTAUTOBAHN, die... [in Österreich] = ο Δυτικός αυτοκινητόδρομος [vgl. aber auch:...
- WESTBAHNHOF, der... [in Wien] = ο Δυτικός (Σιδηροδρομικός) Σταθμός ...
- WESTBANK, die... (bzw. West Bank, die) s. Westjordanland, das ...
- WESTDEUTSCH... 1) [personenbezogen]: δυτικογερμανός / δυτικογερμανίδα 2) [sachbezogen]: δυτικογερμανικός, -ή, -ό [bzw.] δυτικο-γερμανικός, -ή, -ό:...
Nachher:
- WESTEN, der... 1) η δύση (auch: η Δύση): • der Wilde Westen ° η Άγρια Δύση 2) τα δυτικά: • nach (in Richtung) Westen [erstreckt sich der Stadtplan bis ......
- WESTENTASCHE, die... = η τσέπη του γιλέκου ...
- WESTERN, der... (Wildwestfilm, der) [Filmkategorie] = το (γ)ουέστερν (Pl.: τα {γ}ουέστερν) // το καουμπόικο ...
- WESTEUROPÄISCH... = δυτικοευρωπαϊκός, -ή, -ό: • die westeuropäischen Länder ° οι Δυτικοευρωπαϊκές χώρες ...
- WESTJORDANLAND, das... (englisch: die West Bank) = η Δυτική Όχθη ...
- WETTANBIETER, der... [sc. der Anbieter von Wetten] = ο πράκτορας στοιχημάτων ...
- WETTBEWERB, der... 1) [als Veranstaltung]: ο διαγωνισμός: • der Aufsatzwettbewerb [zB....
- WETTBEWERBS+... 1) der Wettbewerbsdruck ° η πίεση του ανταγωνισμού: • […], dass in Zeiten [der Dominanz] globaler Märkte der Wettbewerbsdruck zunimmt ° [......
- WETTBEWERBSFÄHIG... (konkurrenzfähig) [zB. ein Betrieb] = ανταγωνιστικός, -ή, -ό ...