WESTAUTOBAHN, die

[in Österreich]


=  ο Δυτικός αυτοκινητόδρομος

      [vgl. aber auch: die Südautobahn = ο αυτοκινητόδρομος του Νότου]


Weitere Wörter:

Vorher
  • WERTLOS... = χωρίς αξία / δίχως αξία // άνευ αξίας: • das wertlose Land (der wertlose Grund und Boden) ° η άνευ αξίας γη ...
  • WERTPAPIER, das... = το χρεόγραφο [bzw.] το χρεώγραφο (Pl.: τα χρεόγραφα [bzw.] τα χρεώγραφα / Gen.: των χρεογράφων [bzw....
  • WERTSCHÄTZUNG, die... = η εκτίμηση: • Und das [eben erwähnte] ist ein weiterer (zusätzli­cher) Grund für die Wertschät­zung, die ich für ihn [sc....
  • WERTSCHÖPFUNG, die... [die zB. durch die Erzeugung eines Produkts erzielt wird] = η προστιθέμενη αξία [DF+GF aus: Lafontaine/Müller:...
  • WERTVERFALL, der... [zB. einer Währung] = η πτώση της αξίας: • der Wertverfall des Euro(s) gegenüber dem Dollar [wörtl.:...
  • WERTVOLL... 1) πολύτιμος, -η, -ο 2) Konstruktionen mit μεγάλη αξία: • War sie (sehr) wertvoll? [sc.:...
  • WESEN, das... 1) [iS von: Geschöpf]: το ον: (Gen.: του όντος // Pl.: τα όντα / Gen.: των όντων) • das höchste Wesen [zB....
  • WESENTLICH... 1) ουσιώδης, -ης, -ες // ουσιαστικός, -ή, -ό:...
  • WESPE, die... = η σφήκα (Pl.: οι σφήκες) ...
  • WESSEN... 1.1) ποιανού (bzw. weibl.: ποιανής) (Pl.: ποιανών): [Anm.: Es handelt sich um alternative Genitiv-Formen von ποιος (-α, -ο),...
Nachher:
  • WESTBAHNHOF, der... [in Wien] = ο Δυτικός (Σιδηροδρομικός) Σταθμός ...
  • WESTBANK, die... (bzw. West Bank, die) s. Westjordanland, das ...
  • WESTDEUTSCH... 1) [personenbezogen]: δυτικογερμανός / δυτικογερμανίδα 2) [sachbezogen]: δυτικογερμανικός, -ή, -ό [bzw.] δυτικο-γερμανικός, -ή, -ό:...
  • WESTE, die... = το γιλέκο: • die Wollweste ° το μάλλινο γιλέκο ...
  • WESTEN, der... 1) η δύση (auch: η Δύση): • der Wilde Westen ° η Άγρια Δύση 2) τα δυτικά: • nach (in Richtung) Westen [erstreckt sich der Stadtplan bis ......
  • WESTENTASCHE, die... = η τσέπη του γιλέκου ...
  • WESTERN, der... (Wildwestfilm, der) [Filmkategorie] = το (γ)ουέστερν (Pl.: τα {γ}ουέστερν) // το καουμπόικο ...
  • WESTEUROPÄISCH... = δυτικοευρωπαϊκός, -ή, -ό: • die westeuropäischen Länder ° οι Δυτικοευρωπαϊκές χώρες ...
  • WESTJORDANLAND, das... (englisch: die West Bank) = η Δυτική Όχθη ...