ABHALTEN


1) [iS von: durchführen (zB. Wahlen; Kongresse)]:

       a) διεξάγω  //  διενεργώ   [synonym]    [BSe s. unter durchführen ]

b) πραγματοποιώ (-είς):

• Eine Pressekonferenz hielt der Premierminister, […], ab, um über […] zu informieren.  °  Συνέντευξη Τύπου πραγματοποίησε ο πρωθυπουργός, [...], προκειμένου να ενημερώσει για [...].

       c) τελώ:

• in dieser Sprache [sc. Griechisch] hielt die [Orthodoxe] Kirche die Messen (ab)  °  σ’ αυτή τη γλώσσα η Εκκλησία τελούσε τις ακολουθίες


2) [iS von: hindern]:

       a) αποτρέπω:

• Viele Konsumenten fühlen sich [durch die Vielfalt an angebotenen Automodellen] verunsichert, und das hält manche vom Kauf ab.  °  Πολλοί καταναλωτές νοιώθουν ανασφάλεια κι αυτό αποτρέπει ορισμένους από την αγορά.

• Die Bedrohung durch die irakische Luftwaffe konnte den Iran [sc. dessen Bevölkerung] nicht von seinen festlichen Veranstaltungen [aus Anlass des Neujahrstages] abhalten (ab­bringen).  °  Η απειλή των Ιρακινών Αεροπορικών Δυνάμεων δεν μπορούσε ν’ αποτρέψει το Ιράν από τις γιορταστικές του εκδηλώσεις.

• sie konnte ihre Mutter nicht vom Selbstmord abhalten  °  δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη μητέρα της από την αυτοκτονία

• Vergebens versuchte Spiros, sie [= Maria] (davon) abzuhalten / ihr (davon) abzuraten.  [sich in ihrer finanziellen Not an diesen charakterlosen Menschen zu wenden]  °  Μάταια ο Σπύρος προσπάθησε να την αποτρέψει.

b) Sonstiges:

• Sie gehörte nicht zu den Menschen, die sich durch Hindernisse dieser Art [sc. Fußlei­den, Haus in steiler Lage] abhalten (abschrecken / einschüchtern / beirren) lassen. [sc.: deshalb einen Besuch dieses Hauses unterlassen]  °  Δεν ήταν απ’ τους ανθρώπους που πτοούνται απ’ αυτού του είδους τα εμπόδια.

Weitere Wörter: