WÜSTE, die
= η έρημος:
[Anm.: η – also Femininum!]
• die Wüste Sahara ° η έρημος Σαχάρα
• in der Wüste von Nevada ° στην έρημο της Νεβάδας
• die großen Wüsten ° οι μεγάλες έρημοι
Weitere Wörter:
Vorher
- WURM, der... = το σκουλήκι ...
- WURMIG... = σκουληκιασμένος, -η, -ο: • die wurmigen Kirschen ° τα σκουληκιασμένα κεράσια ...
- WURST, die... = το λουκάνικο ...
- WURSTSEMMEL, die... • er holte Wurstsemmeln für den Chef ° έφερνε ψωμάκια με λουκάνικο για το αφεντικό [DF+GF aus: Menasse:...
- WURSTWAREN, die... = τα αλλαντικά ...
- WÜRZE, die... [iS von: Würzstoff] vgl. Gewürz, das ...
- WURZEL, die... [zB. bei einem Baum] = η ρίζα ...
- WÜRZEN... [eine Speise im Zuge ihrer Zubereitung] 1) καρυκεύω 2) αρωματίζω (= aromatisieren):...
- WÜRZIG... • Dieser Käse ist besonders würzig (besonders pikant). ° Αυτό το τυρί είναι ιδιαίτερα πικάντικο. • Sie [sc....
- WÜST... = άγριος, -α, -ο: • eine wüste Unordnung [herrscht in seinem Zimmer] ° μια άγρια ακαταστασία ...
Nachher:
- WUT, die... 1) η οργή 2) ο θυμός: • ich zittere vor Wut ° τρέμω απ’ το θυμό μου [Anm.: θυμό + μου!] 3) η μανία:...
- WUTANFALL, der... 1) η κρίση οργής: • einen Wutanfall bekommen * [bzw.] ich bekomme einen Wutanfall ° με πιάνει κρίση οργής [DF (*) + GF aus:...
- WUTAUSBRUCH, der... 1) το ξέσπασμα οργής // η έκρηξη οργής:...
- WÜTEND... 1) οργισμένος, -η, -ο: • Nikos sprang wütend [vom Sessel] auf. ° Ο Νίκος πετάχτηκε πάνω οργισμένος. • Ich [männl.] war auf mich selber wütend....
- WWF, der... s. World Wildlife Fund, der ...
- X-TER / X-TE / X-TES... = πολλοστός, -ή, -ό: • Das Kloster ist zum x-ten Mal (zum wiederholten Mal) abgebrannt. ° Το μοναστήρι κάηκε για πολλοστή φορά....
- XY... [zB.: Herr / Herr Soundso] = ο/η/το τάδε ... [bzw.] ο/η/το ... τάδε (bzw. analog mit δείνα): • Er begann, ihr von Empfängen zu erzählen....
- YACHT, die... s. Jacht, die ...
- YBBS, die... [Fluss] = ο Υμπς [Anm.: ο !] ...