HUNDEFUTTER, das
Weitere Wörter:
Vorher
- HÜHNER+... 1) die Hühnerfarm: vgl....
- HÜLLE, die... • die Schutzhülle ° η προστατευτική θήκη ...
- HÜLLEN... = τυλίγω: • in ihren Pelzmantel gehüllt [saß sie auf dem Lastwagen] ° τυλιγμένη στο γούνινο παλτό της ...
- HUMANITÄR... = ανθρωπιστικός, -ή, -ό: • humanitäre Hilfe [zB. Nahrungsmittel, Medikamente etc....
- HUMMER, der... [im Meer lebende Krebsart] = ο αστακός ...
- HUMOR, der... = το χιούμορ:...
- HUMORLOSIGKEIT, die... = η έλλειψη χιούμορ ...
- HUMORVOLL... • Sie hatten eine so humorvolle Art. ° Είχατε έναν τόσο χιουμοριστικό τρόπο. ...
- HUND, der... = ο σκύλος // το σκυλί ...
- HUNDEBESITZER, der / HUNDEBESITZERIN, die... • die Hundebesitzer ° τα αφεντικά σκυλιών ...
Nachher:
- HUNDEHÜTTE, die... 1) το σπιτάκι σκύλου 2) το σκυλοκάλυβο // το σκυλόσπιτο [Anm.:...
- HUNDELEINE, die... = το λουρί του σκύλου ...
- HUNDEMÜDE... s. todmüde ...
- HUNDERENNEN, das... = η κυνοδρομία (Pl.: οι κυνοδρομίες / Akk.: τις κυνοδρομίες) ...
- HUNDERT... 1) εκατό (bzw. bei Zahlworten von 101 bis 199: εκατόν) 2) [nach Begriffen wie: einige, ein paar etc.]: εκατοντάδες:...
- HUNDERTE... = εκατοντάδες: • die hunderten Telegramme ° τα εκατοντάδες τηλεγραφήματα [Anm.: τα !...
- HUNDERTER, der... [sc. der Hundert-Drachmen-Schein] 1) το εκατοστάρικο // το κατοστάρι(κο) 2) Sonstiges: • in Hundertern [sc....
- HUNDERTER+... • die Hunderterstelle [einer Dezimalzahl]: vgl. unter Hundertstel, das ...
- HUNDERTJÄHRIG... = εκατόχρονος, -η, -ο ...