HÜHNER+


1) die Hühnerfarm: vgl. unter Geflügel+ ("die Geflügelfarm")


2) das Hühnerfilet  °  το φιλέτο κοτόπουλου


3) der Hühnerstall  °  το κοτέτσι


4) die Hühnersuppe:

a) η κοτόσουπα

b) Sonstiges:

• sie kochten ihr Hühnersuppe  °  της μαγείρεψαν σούπα κοτόπουλο


5) die Hühnerzucht [iS von: Hühnerzuchtbetrieb]: vgl. unter Geflügel+ ("die Geflügelfarm")


Weitere Wörter:

Vorher
  • HOTEL, das... = το ξενοδοχείο ...
  • HOTEL+...Hotelanlage ° το ξενοδοχειακό συγκρότημα // η ξενοδοχειακή μονάδα 2) die Hotelfachschule ° η σχολή τουριστικών επαγγελμάτων και διοίκησης ξενοδοχείων [DF+GF aus:...
  • HOTLINE, die... [= Telefonanschluss für rasche Serviceleistungen] • ~die Hotline [wörtl.: das spezielle Telefonzentrum] des Ministeriums [die zB....
  • HÜBSCH... 1) χαριτωμένος, -η, -ο: • zwei hübsche Mädchen ° δύο χαριτωμένα κορίτσια • ein hübscher Film ° μια χαριτωμένη ταινία 2) νόστιμος, -η, -ο:...
  • HUF, der... 1) η οπλή: • die Hufe [der Pferde] klapperten am Pflaster ° οι οπλές κροτάλισαν στο λιθόστρωτο 2) [iS von: Hufeisen]: το πέταλο:...
  • HUFEISEN, das... = το πέταλο (του αλόγου) ...
  • HUFEISENFÖRMIG... = σε σχήμα πετάλου [bzw.] σε σχήμα πέταλου: • ein großer hufeisenförmiger Schalter [zB....
  • HÜFTE, die... [Anm.: vgl.: die Taille {= lt. Duden der zwischen Hüfte und Brustkorb gelegene schmalste Abschnitt des Rumpfes} = η μέση] 1) ο γοφός: • sie [sc....
  • HÜGEL, der... = ο λόφος: • Ost-Thrakien mit seinen sanften Hügeln, den weiten Ebenen ° η Ανατολική Θράκη με τους απαλούς λόφους της,...
  • HUHN, das... 1) η κότα: • drei geschlachtete Hühner ° τρεις σφαγμένες κότες 2) [als Speise / "Hühnchen"]: το κοτόπουλο ...
Nachher:
  • HÜLLE, die... • die Schutzhülle ° η προστατευτική θήκη ...
  • HÜLLEN... = τυλίγω: • in ihren Pelzmantel gehüllt [saß sie auf dem Lastwagen] ° τυλιγμένη στο γούνινο παλτό της ...
  • HUMANITÄR... = ανθρωπιστικός, -ή, -ό: • humanitäre Hilfe [zB. Nahrungsmittel, Medikamente etc....
  • HUMMER, der... [im Meer lebende Krebsart] = ο αστακός ...
  • HUMOR, der... = το χιούμορ:...
  • HUMORLOSIGKEIT, die... = η έλλειψη χιούμορ ...
  • HUMORVOLL... • Sie hatten eine so humorvolle Art. ° Είχατε έναν τόσο χιουμοριστικό τρόπο. ...
  • HUND, der... = ο σκύλος // το σκυλί ...
  • HUNDEBESITZER, der / HUNDEBESITZERIN, die... • die Hundebesitzer ° τα αφεντικά σκυλιών ...