HUMORVOLL


• Sie hatten eine so humorvolle Art.  °  Είχατε έναν τόσο χιουμοριστικό τρόπο.


Weitere Wörter:

Vorher
  • HÜFTE, die... [Anm.: vgl.: die Taille {= lt. Duden der zwischen Hüfte und Brustkorb gelegene schmalste Abschnitt des Rumpfes} = η μέση] 1) ο γοφός: • sie [sc....
  • HÜGEL, der... = ο λόφος: • Ost-Thrakien mit seinen sanften Hügeln, den weiten Ebenen ° η Ανατολική Θράκη με τους απαλούς λόφους της,...
  • HUHN, das... 1) η κότα: • drei geschlachtete Hühner ° τρεις σφαγμένες κότες 2) [als Speise / "Hühnchen"]: το κοτόπουλο ...
  • HÜHNER+... 1) die Hühnerfarm: vgl....
  • HÜLLE, die... • die Schutzhülle ° η προστατευτική θήκη ...
  • HÜLLEN... = τυλίγω: • in ihren Pelzmantel gehüllt [saß sie auf dem Lastwagen] ° τυλιγμένη στο γούνινο παλτό της ...
  • HUMANITÄR... = ανθρωπιστικός, -ή, -ό: • humanitäre Hilfe [zB. Nahrungsmittel, Medikamente etc....
  • HUMMER, der... [im Meer lebende Krebsart] = ο αστακός ...
  • HUMOR, der... = το χιούμορ:...
  • HUMORLOSIGKEIT, die... = η έλλειψη χιούμορ ...
Nachher:
  • HUND, der... = ο σκύλος // το σκυλί ...
  • HUNDEBESITZER, der / HUNDEBESITZERIN, die... • die Hundebesitzer ° τα αφεντικά σκυλιών ...
  • HUNDEFUTTER, das... s. unter Futter, das (Z 1) ...
  • HUNDEHÜTTE, die... 1) το σπιτάκι σκύλου 2) το σκυλοκάλυβο // το σκυλόσπιτο [Anm.:...
  • HUNDELEINE, die... = το λουρί του σκύλου ...
  • HUNDEMÜDE... s. todmüde ...
  • HUNDERENNEN, das... = η κυνοδρομία (Pl.: οι κυνοδρομίες / Akk.: τις κυνοδρομίες) ...
  • HUNDERT... 1) εκατό (bzw. bei Zahlworten von 101 bis 199: εκατόν) 2) [nach Begriffen wie: einige, ein paar etc.]: εκατοντάδες:...
  • HUNDERTE... = εκατοντάδες: • die hunderten Telegramme ° τα εκατοντάδες τηλεγραφήματα [Anm.: τα !...