HOTEL+


1) die Hotelanlage  °  το ξενοδοχειακό συγκρότημα  //  η ξενοδοχειακή μονάδα


2) die Hotelfachschule  °  η σχολή τουριστικών επαγγελμάτων και διοίκησης ξενοδοχείων   [DF+GF aus: Hueber-Gastro]


3) der Hotelgast (Hotelbewohner):

a) ο ένοικος του ξενοδοχείου:

• Unter den Hotelgästen (Hotelbewohnern) befand sich Anna.  °  Ανάμεσα στους ένοικους του ξενοδοχείου βρισκόταν η Άννα.

b) ο πελάτης του ξενοδοχείου:

• die übrigen Hotelgäste (= Hotelbewohner)  °  οι υπόλοιποι πελάτες του ξενοδοχείου


4) die Hotelkette  °  η αλυσίδα ξενοδοχείων:

• der Eigentümer einer großen Hotelkette  °  ο ιδιοκτήτης μιας μεγάλης αλυσίδας ξενοδοχείων


5) das Hotelzimmer  °  το δωμάτιο (του) ξενοδοχείου:

• ein kleines, schmutziges Hotelzimmer  °  ένα μικρό βρώμικο δωμάτιο ξενοδοχείου

• in unserem Hotelzimmer  °  στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μας


Weitere Wörter:

Vorher
  • HORT, der... 1) [Schutz- und Zufluchtsstätte]: …. 2) [zentraler Ort für ein bestimmtes Geschehen (zB.: "Hort des Lasters")]: …....
  • HÖRTEST, der... (Gehörtest, der) [sc. ein Test des Hörvermögens (zB. eines Kindes)] = το τεστ ακοής ...
  • HÖRVERSTEHEN, das... [als Teil der Beherrschung einer Fremdsprache (neben Schrei­ben, Sprechen und Leseverstehen)] = η ακουστική κατανόηση:...
  • HÖRWEITE, die... 1) η απόσταση ακοής: • Die Kinder müssen [beim Spielen im Freien] in Hörweite [der sie beaufsichtigenden Personen] bleiben....
  • HOSE, die... 1) το παντελόνι: • Er trug auch/sogar im Sommer immer lange Hosen und [langärmelige] Hemden....
  • HOSENBEIN, das... = το μπατζάκι (του παντελονιού) ...
  • HOSENTASCHE, die... = η τσέπη του παντελονιού: • in seinen Hosentaschen [sc....
  • HOSPITATION, die... [zB. in einer pädagogischen Einrichtung] = η δοκιμαστική εργασία [DF+GF aus: Hueber-Kita] [vgl....
  • HOSTIE, die... [beim Abendmahl in der katholischen Kirche] = η όστια ...
  • HOTEL, das... = το ξενοδοχείο ...
Nachher:
  • HOTLINE, die... [= Telefonanschluss für rasche Serviceleistungen] • ~die Hotline [wörtl.: das spezielle Telefonzentrum] des Ministeriums [die zB....
  • HÜBSCH... 1) χαριτωμένος, -η, -ο: • zwei hübsche Mädchen ° δύο χαριτωμένα κορίτσια • ein hübscher Film ° μια χαριτωμένη ταινία 2) νόστιμος, -η, -ο:...
  • HUF, der... 1) η οπλή: • die Hufe [der Pferde] klapperten am Pflaster ° οι οπλές κροτάλισαν στο λιθόστρωτο 2) [iS von: Hufeisen]: το πέταλο:...
  • HUFEISEN, das... = το πέταλο (του αλόγου) ...
  • HUFEISENFÖRMIG... = σε σχήμα πετάλου [bzw.] σε σχήμα πέταλου: • ein großer hufeisenförmiger Schalter [zB....
  • HÜFTE, die... [Anm.: vgl.: die Taille {= lt. Duden der zwischen Hüfte und Brustkorb gelegene schmalste Abschnitt des Rumpfes} = η μέση] 1) ο γοφός: • sie [sc....
  • HÜGEL, der... = ο λόφος: • Ost-Thrakien mit seinen sanften Hügeln, den weiten Ebenen ° η Ανατολική Θράκη με τους απαλούς λόφους της,...
  • HUHN, das... 1) η κότα: • drei geschlachtete Hühner ° τρεις σφαγμένες κότες 2) [als Speise / "Hühnchen"]: το κοτόπουλο ...
  • HÜHNER+... 1) die Hühnerfarm: vgl....