HOSTIE, die
[beim Abendmahl in der katholischen Kirche]
= η όστια
Weitere Wörter:
Vorher
- HÖRSINN, der... = η ακοή ...
- HÖRSPIEL, das... = το ραδιοφωνικό δράμα // το ραδιοδράμα (Pl.: τα ραδιοδράματα) ...
- HORT, der... 1) [Schutz- und Zufluchtsstätte]: …. 2) [zentraler Ort für ein bestimmtes Geschehen (zB.: "Hort des Lasters")]: …....
- HÖRTEST, der... (Gehörtest, der) [sc. ein Test des Hörvermögens (zB. eines Kindes)] = το τεστ ακοής ...
- HÖRVERSTEHEN, das... [als Teil der Beherrschung einer Fremdsprache (neben Schreiben, Sprechen und Leseverstehen)] = η ακουστική κατανόηση:...
- HÖRWEITE, die... 1) η απόσταση ακοής: • Die Kinder müssen [beim Spielen im Freien] in Hörweite [der sie beaufsichtigenden Personen] bleiben....
- HOSE, die... 1) το παντελόνι: • Er trug auch/sogar im Sommer immer lange Hosen und [langärmelige] Hemden....
- HOSENBEIN, das... = το μπατζάκι (του παντελονιού) ...
- HOSENTASCHE, die... = η τσέπη του παντελονιού: • in seinen Hosentaschen [sc....
- HOSPITATION, die... [zB. in einer pädagogischen Einrichtung] = η δοκιμαστική εργασία [DF+GF aus: Hueber-Kita] [vgl....
Nachher:
- HOTEL, das... = το ξενοδοχείο ...
- HOTEL+...Hotelanlage ° το ξενοδοχειακό συγκρότημα // η ξενοδοχειακή μονάδα 2) die Hotelfachschule ° η σχολή τουριστικών επαγγελμάτων και διοίκησης ξενοδοχείων [DF+GF aus:...
- HOTLINE, die... [= Telefonanschluss für rasche Serviceleistungen] • ~die Hotline [wörtl.: das spezielle Telefonzentrum] des Ministeriums [die zB....
- HÜBSCH... 1) χαριτωμένος, -η, -ο: • zwei hübsche Mädchen ° δύο χαριτωμένα κορίτσια • ein hübscher Film ° μια χαριτωμένη ταινία 2) νόστιμος, -η, -ο:...
- HUF, der... 1) η οπλή: • die Hufe [der Pferde] klapperten am Pflaster ° οι οπλές κροτάλισαν στο λιθόστρωτο 2) [iS von: Hufeisen]: το πέταλο:...
- HUFEISEN, das... = το πέταλο (του αλόγου) ...
- HUFEISENFÖRMIG... = σε σχήμα πετάλου [bzw.] σε σχήμα πέταλου: • ein großer hufeisenförmiger Schalter [zB....
- HÜFTE, die... [Anm.: vgl.: die Taille {= lt. Duden der zwischen Hüfte und Brustkorb gelegene schmalste Abschnitt des Rumpfes} = η μέση] 1) ο γοφός: • sie [sc....
- HÜGEL, der... = ο λόφος: • Ost-Thrakien mit seinen sanften Hügeln, den weiten Ebenen ° η Ανατολική Θράκη με τους απαλούς λόφους της,...