HUFEISENFÖRMIG
= σε σχήμα πετάλου [bzw.] σε σχήμα πέταλου:
• ein großer hufeisenförmiger Schalter [zB. am Eingang eines Stadions] ° μια μεγάλη θυρίδα σε σχήμα πετάλου
• die [Bar-]Theke war eine von diesen hufeisenförmigen [sc.: U-förmigen: zwei gegenüberliegende Bartische, dazwischen im rechten Winkel ein Quertisch] ° η μπάρα ήταν απ’ αυτές σε σχήμα πέταλου
• vgl. auch: U-förmig
Weitere Wörter:
Vorher
- HOSENBEIN, das... = το μπατζάκι (του παντελονιού) ...
- HOSENTASCHE, die... = η τσέπη του παντελονιού: • in seinen Hosentaschen [sc....
- HOSPITATION, die... [zB. in einer pädagogischen Einrichtung] = η δοκιμαστική εργασία [DF+GF aus: Hueber-Kita] [vgl....
- HOSTIE, die... [beim Abendmahl in der katholischen Kirche] = η όστια ...
- HOTEL, das... = το ξενοδοχείο ...
- HOTEL+...Hotelanlage ° το ξενοδοχειακό συγκρότημα // η ξενοδοχειακή μονάδα 2) die Hotelfachschule ° η σχολή τουριστικών επαγγελμάτων και διοίκησης ξενοδοχείων [DF+GF aus:...
- HOTLINE, die... [= Telefonanschluss für rasche Serviceleistungen] • ~die Hotline [wörtl.: das spezielle Telefonzentrum] des Ministeriums [die zB....
- HÜBSCH... 1) χαριτωμένος, -η, -ο: • zwei hübsche Mädchen ° δύο χαριτωμένα κορίτσια • ein hübscher Film ° μια χαριτωμένη ταινία 2) νόστιμος, -η, -ο:...
- HUF, der... 1) η οπλή: • die Hufe [der Pferde] klapperten am Pflaster ° οι οπλές κροτάλισαν στο λιθόστρωτο 2) [iS von: Hufeisen]: το πέταλο:...
- HUFEISEN, das... = το πέταλο (του αλόγου) ...
Nachher:
- HÜFTE, die... [Anm.: vgl.: die Taille {= lt. Duden der zwischen Hüfte und Brustkorb gelegene schmalste Abschnitt des Rumpfes} = η μέση] 1) ο γοφός: • sie [sc....
- HÜGEL, der... = ο λόφος: • Ost-Thrakien mit seinen sanften Hügeln, den weiten Ebenen ° η Ανατολική Θράκη με τους απαλούς λόφους της,...
- HUHN, das... 1) η κότα: • drei geschlachtete Hühner ° τρεις σφαγμένες κότες 2) [als Speise / "Hühnchen"]: το κοτόπουλο ...
- HÜHNER+... 1) die Hühnerfarm: vgl....
- HÜLLE, die... • die Schutzhülle ° η προστατευτική θήκη ...
- HÜLLEN... = τυλίγω: • in ihren Pelzmantel gehüllt [saß sie auf dem Lastwagen] ° τυλιγμένη στο γούνινο παλτό της ...
- HUMANITÄR... = ανθρωπιστικός, -ή, -ό: • humanitäre Hilfe [zB. Nahrungsmittel, Medikamente etc....
- HUMMER, der... [im Meer lebende Krebsart] = ο αστακός ...
- HUMOR, der... = το χιούμορ:...