HORT, der
1) [Schutz- und Zufluchtsstätte]: ….
2) [zentraler Ort für ein bestimmtes Geschehen (zB.: "Hort des Lasters")]: ….
3) der Hort / der Kinderhort ° ο παιδικός σταθμός (μαθητών δημοτικού) [Pons online] // η μονάδα μέριμνας μετά το σχολείο [Hueber-Kita]
Weitere Wörter:
Vorher
- HÖRFEHLER, der... [durch den man zB. ein Wort falsch versteht] = το ακουστικό λάθος ...
- HÖRGERÄT, das... = το ακουστικό (βαρηκοΐας) ...
- HORMON, das... = η ορμόνη (Pl.: οι ορμόνες / Gen.: των ορμονών) ...
- HORMONELL... = ορμονικός, -ή, -ό: • hormonelle Störungen ° ορμονικές διαταραχές ...
- HORN, das... 1) [zB. eines Stiers]: το κέρατο ([bzw. gehoben:] το κέρας) 2) [Musikinstrument]: το κόρνο 3) Sonstiges: • die Kriege [Akk.] im Nahen [wörtl.:...
- HOROSKOP, das... [zB. in der Zeitung] = το ωροσκόπιο ...
- HORROR+... • der Horrorfilm ° η ταινία τρόμου // το φιλμ τρόμου // η ταινία φρίκης • Horrorszenarien (Schreckensszenarien) [zB....
- HÖRSAAL, der... [auf einer Universität] = η αίθουσα διδασκαλίας ...
- HÖRSINN, der... = η ακοή ...
- HÖRSPIEL, das... = το ραδιοφωνικό δράμα // το ραδιοδράμα (Pl.: τα ραδιοδράματα) ...
Nachher:
- HÖRTEST, der... (Gehörtest, der) [sc. ein Test des Hörvermögens (zB. eines Kindes)] = το τεστ ακοής ...
- HÖRVERSTEHEN, das... [als Teil der Beherrschung einer Fremdsprache (neben Schreiben, Sprechen und Leseverstehen)] = η ακουστική κατανόηση:...
- HÖRWEITE, die... 1) η απόσταση ακοής: • Die Kinder müssen [beim Spielen im Freien] in Hörweite [der sie beaufsichtigenden Personen] bleiben....
- HOSE, die... 1) το παντελόνι: • Er trug auch/sogar im Sommer immer lange Hosen und [langärmelige] Hemden....
- HOSENBEIN, das... = το μπατζάκι (του παντελονιού) ...
- HOSENTASCHE, die... = η τσέπη του παντελονιού: • in seinen Hosentaschen [sc....
- HOSPITATION, die... [zB. in einer pädagogischen Einrichtung] = η δοκιμαστική εργασία [DF+GF aus: Hueber-Kita] [vgl....
- HOSTIE, die... [beim Abendmahl in der katholischen Kirche] = η όστια ...
- HOTEL, das... = το ξενοδοχείο ...