HOSE, die
1) το παντελόνι:
• Er trug auch/sogar im Sommer immer lange Hosen und [langärmelige] Hemden. ° Ακόμη και το καλοκαίρι φορούσε πάντα μακριά παντελόνια και πουκάμισα.
2) in die Hose machen:
• in die Hose machen / einkoten* ° κάνω κακά πάνω μου [DF (*) +GF aus: Hueber-Kita]
• in die Hose machen / einnässen* ° κατουριέμαι [DF (*) +GF aus: Hueber-Kita]
• Titus [Kindergartenkind] hat heute in die Hose gemacht ("sich angemacht"). / Titus hat sich heute eingenässt.* ° Ο Τίτους κατουρήθηκε σήμερα. [DF (*) + GF aus: Hueber-Kita]
[bzw.]
• er hat in die Hose gemacht / er hat sich "angemacht" ° κατουρήθηκε πάνω του
Weitere Wörter:
Vorher
- HORN, das... 1) [zB. eines Stiers]: το κέρατο ([bzw. gehoben:] το κέρας) 2) [Musikinstrument]: το κόρνο 3) Sonstiges: • die Kriege [Akk.] im Nahen [wörtl.:...
- HOROSKOP, das... [zB. in der Zeitung] = το ωροσκόπιο ...
- HORROR+... • der Horrorfilm ° η ταινία τρόμου // το φιλμ τρόμου // η ταινία φρίκης • Horrorszenarien (Schreckensszenarien) [zB....
- HÖRSAAL, der... [auf einer Universität] = η αίθουσα διδασκαλίας ...
- HÖRSINN, der... = η ακοή ...
- HÖRSPIEL, das... = το ραδιοφωνικό δράμα // το ραδιοδράμα (Pl.: τα ραδιοδράματα) ...
- HORT, der... 1) [Schutz- und Zufluchtsstätte]: …. 2) [zentraler Ort für ein bestimmtes Geschehen (zB.: "Hort des Lasters")]: …....
- HÖRTEST, der... (Gehörtest, der) [sc. ein Test des Hörvermögens (zB. eines Kindes)] = το τεστ ακοής ...
- HÖRVERSTEHEN, das... [als Teil der Beherrschung einer Fremdsprache (neben Schreiben, Sprechen und Leseverstehen)] = η ακουστική κατανόηση:...
- HÖRWEITE, die... 1) η απόσταση ακοής: • Die Kinder müssen [beim Spielen im Freien] in Hörweite [der sie beaufsichtigenden Personen] bleiben....
Nachher:
- HOSENBEIN, das... = το μπατζάκι (του παντελονιού) ...
- HOSENTASCHE, die... = η τσέπη του παντελονιού: • in seinen Hosentaschen [sc....
- HOSPITATION, die... [zB. in einer pädagogischen Einrichtung] = η δοκιμαστική εργασία [DF+GF aus: Hueber-Kita] [vgl....
- HOSTIE, die... [beim Abendmahl in der katholischen Kirche] = η όστια ...
- HOTEL, das... = το ξενοδοχείο ...
- HOTEL+...Hotelanlage ° το ξενοδοχειακό συγκρότημα // η ξενοδοχειακή μονάδα 2) die Hotelfachschule ° η σχολή τουριστικών επαγγελμάτων και διοίκησης ξενοδοχείων [DF+GF aus:...
- HOTLINE, die... [= Telefonanschluss für rasche Serviceleistungen] • ~die Hotline [wörtl.: das spezielle Telefonzentrum] des Ministeriums [die zB....
- HÜBSCH... 1) χαριτωμένος, -η, -ο: • zwei hübsche Mädchen ° δύο χαριτωμένα κορίτσια • ein hübscher Film ° μια χαριτωμένη ταινία 2) νόστιμος, -η, -ο:...
- HUF, der... 1) η οπλή: • die Hufe [der Pferde] klapperten am Pflaster ° οι οπλές κροτάλισαν στο λιθόστρωτο 2) [iS von: Hufeisen]: το πέταλο:...