φασαρία, η
• ευτυχώς, οι περισσότερες φασαρίες συμβαίνουν στο Κάιρο, εδώ στην Αλεξάνδρεια συμβαίνουν τα περισσότερα γλέντια ° gottlob spielen sich die meisten Tumulte [in Zusammenhang mit den Aufständen der Araber gegen die britische Herrschaft über Ägpyten (1919)] in Kairo ab, hier in Alexandria finden die meisten Feste statt [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΥΦΙΣΤΑΜΑΙ...υφίσταμαι 1) bestehen, existieren, vorhanden sein [etc.]: • Μεταξύ των διαδίκων υφίσταται διαφωνία ως προς [......
- ΥΦΟΣ, το...ύφος, το Übersicht: 1) der Stil [von Musik, Sprache etc.] 2) das Gehabe / die Art 3) der Ton(fall) [etc....
- ΥΨΗΛΟΣ, -ή, -ό...υψηλός, -ή, -ό 1) als gehobener Ausdruck synonym mit ψηλός, -ή, -ό 2) hoch [in rangmäßiger oder qualitativer Hinsicht]:...
- ΦΑΙΝΟΜΑΙ...φαίνομαι 1. Grundbedeutungen: a) sich zeigen; zu sehen sein, sichtbar sein [etc.]: • Πού είναι η Άννα; – Δεν φαίνεται πουθενά. ° Wo ist Anna?...
- ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ, το...φαινόμενο, το 1. Grundbedeutungen: a) das Phänomen, die Erscheinung, der Effekt:...
- ΦΑΛΑΓΓΙ, το...φαλάγγι, το παίρνω φαλάγγι: τον / τους πήρανε φαλάγγι: (φρ.) τους έτρεψαν εις προτροπάδην φυγήν [ΛΔΤΚ] π.χ.: • Μόνη στην επιστροφή,...
- ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ...φαντάζομαι 1. Grundbedeutungen: a) aa) sich [etwas] vorstellen [etc.]: • δεν ήταν τόσο κομψή όσο τη φανταζόμουν ° sie [sc. diese Frau] war nicht so elegant,...
- ΦΑΝΤΑΡΟΣ, ο...φαντάρος, ο zum Verhältnis der Begriffe φαντάρος und στρατιώτης: s. unter στρατιώτης, ο ...
- ΦΑΝΤΗΣ, ο...φάντης, ο 1. Grundbedeutung: der Bube [Spielkartenfigur] [auch: ο βαλές] 2. σαν φάντης μπαστούνι (βγαίνω, έρχομαι κλπ.): (bzw. bei Νατσ.:...
- ΦΑΡΑΩ, ο...Φαραώ, ο [bzw.] φαραώ, ο 1. Grundbedeutung: der Pharao 2. οι πληγές του Φαραώ [bzw.] οι εφτά πληγές του Φαραώ: • Έχω πολλές κόρες,...
Nachher:
- ΦΑΣΙΝΑ, η...φασίνα, η γενικό καθάρισμα ενός σπιτιού, ενός χώρου (κυρ. σκούπισμα, σφουγγάρισμα, ξεσκόνισμα) [ΛΚΝ] – π.χ.: • Είμαι πτώμα· σήμερα είχαμε φασίνα στο σπίτι....
- ΦΑΣΚΕΛΟ, το...φάσκελο, το 1. Συνήθως: "πέντε (ή και δέκα) φάσκελα": πέντε (ή δέκα) ακτινωτά τεντωμένα δάχτυλα του χεριού που σχηματίζουν την μούντζα*....
- ΦΑΣΟΥΛΙ, το...φασούλι, το 1. Grundbedeutung: [volkstümlich:] το φασόλι = die Bohne 2. φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι:...
- ΦΑΤΑ ΜΟΡΓΚΑΝΑ, η...Φάτα Μοργκάνα, η βρ.μυθ. Morgan LeFay, ιταλ. Fata Morgana: η διεστραμμένη μάγισσα αδελφή του βασιλιά Αρθούρου,...
- ΦΑΥΛΟΣ, -η, -ο...φαύλος, -η, -ο • οι φαύλοι ° jenes [wörtl.: das] Gesindel [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka] ...
- ΦΑΩ (θα, να, ...)...φάω (θα, να, ...) s. τρώω ...
- ΦΕΓΓΑΡΙ, το...φεγγάρι, το 1. έχει φεγγάρι: • Είχε φεγγάρι ακόμα σαν έπιασε να γαλανιάζει η αυγή. ° Der Mond stand noch am Himmel, als die [Morgen-]Dämmerung anbrach....
- ΦΕΓΓΙΤΗΣ, ο...φεγγίτης, ο • Το σπίτι της είναι παλαιϊκό, έχει πάνω από την οξώπορτα [= εξώπορτα] δυο στρογγυλούς φεγγίτες με θαμπά τζάμια. ° Ihr Haus ist uralt,...
- ΦΕΡΕΤΡΟ, το...φέρετρο, το = der Sarg [Anm.: τo φέρετρο ist zu unterscheiden von: το θέρετρο (= der Urlaubsort / der Ferienort {etc.})!] ...