φεγγάρι, το
1. έχει φεγγάρι:
• Είχε φεγγάρι ακόμα σαν έπιασε να γαλανιάζει η αυγή. ° Der Mond stand noch am Himmel, als die [Morgen-]Dämmerung anbrach. [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
2. (για) ένα φεγγάρι // κάποιο φεγγάρι [als Zeitangabe]:
• [...] ότι ο πατέρας μας ένα φεγγάρι εμπορευόταν [...] ° [...], dass unser Vater [in seinem Geschäft] eine Zeitlang …[eine bestimmte Ware] geführt habe [DF+GF aus: Menasse: Vienna]
• Άλλαξα πολλές δουλειές ως να στεριώσω κάπου. Για ένα φεγγάρι πήγα στο Ταραγάτς, σ’ ένα μπακάλικο που ήτανε μαζί και μαγέρικο. ° Ich tat jede mögliche Arbeit, bis ich irgendwo Fuß fassen konnte. Für einen Monat ging ich ins Taragac [arbeiten], in ein Lebensmittelgeschäft, das eine Gastwirtschaft dabei hatte. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]
• τον γνώρισε σ’ ένα τρελάδικο που έκανε καθαρίστρια κάποιο φεγγάρι ° [dass sie] ihn in einem Irrenhaus kennengelernt hatte, wo sie manchmal als Putzfrau arbeitete [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]
Weitere Wörter:
- ΦΑΝΤΑΡΟΣ, ο...φαντάρος, ο zum Verhältnis der Begriffe φαντάρος und στρατιώτης: s. unter στρατιώτης, ο ...
- ΦΑΝΤΗΣ, ο...φάντης, ο 1. Grundbedeutung: der Bube [Spielkartenfigur] [auch: ο βαλές] 2. σαν φάντης μπαστούνι (βγαίνω, έρχομαι κλπ.): (bzw. bei Νατσ.:...
- ΦΑΡΑΩ, ο...Φαραώ, ο [bzw.] φαραώ, ο 1. Grundbedeutung: der Pharao 2. οι πληγές του Φαραώ [bzw.] οι εφτά πληγές του Φαραώ: • Έχω πολλές κόρες,...
- ΦΑΣΑΡΙΑ, η...φασαρία, η • ευτυχώς, οι περισσότερες φασαρίες συμβαίνουν στο Κάιρο,...
- ΦΑΣΙΝΑ, η...φασίνα, η γενικό καθάρισμα ενός σπιτιού, ενός χώρου (κυρ. σκούπισμα, σφουγγάρισμα, ξεσκόνισμα) [ΛΚΝ] – π.χ.: • Είμαι πτώμα· σήμερα είχαμε φασίνα στο σπίτι....
- ΦΑΣΚΕΛΟ, το...φάσκελο, το 1. Συνήθως: "πέντε (ή και δέκα) φάσκελα": πέντε (ή δέκα) ακτινωτά τεντωμένα δάχτυλα του χεριού που σχηματίζουν την μούντζα*....
- ΦΑΣΟΥΛΙ, το...φασούλι, το 1. Grundbedeutung: [volkstümlich:] το φασόλι = die Bohne 2. φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι:...
- ΦΑΤΑ ΜΟΡΓΚΑΝΑ, η...Φάτα Μοργκάνα, η βρ.μυθ. Morgan LeFay, ιταλ. Fata Morgana: η διεστραμμένη μάγισσα αδελφή του βασιλιά Αρθούρου,...
- ΦΑΥΛΟΣ, -η, -ο...φαύλος, -η, -ο • οι φαύλοι ° jenes [wörtl.: das] Gesindel [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka] ...
- ΦΑΩ (θα, να, ...)...φάω (θα, να, ...) s. τρώω ...
- ΦΕΓΓΙΤΗΣ, ο...φεγγίτης, ο • Το σπίτι της είναι παλαιϊκό, έχει πάνω από την οξώπορτα [= εξώπορτα] δυο στρογγυλούς φεγγίτες με θαμπά τζάμια. ° Ihr Haus ist uralt,...
- ΦΕΡΕΤΡΟ, το...φέρετρο, το = der Sarg [Anm.: τo φέρετρο ist zu unterscheiden von: το θέρετρο (= der Urlaubsort / der Ferienort {etc.})!] ...
- ΦΕΡΝΩ [bzw.] ΦΕΡΩ...φέρνω [bzw.] φέρω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. φέρνω κοντά 3. τη φέρνω (σε κάποιον) [bzw.] μου την έφερε 4.1. το φέρνει (τα φέρνει) η μοίρα [bzw....
- ΦΕΥ...φευ • […], τότε, φευ, έχεις να κάνεις με […]. ° […], dann hat man es, leider, mit […] zu tun. [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΦΕΥΓΩ...φεύγω 1. [allgemein]: • αισθάνθηκε το όνειρο να φεύγει ° sie spürte, wie der Traum verflog [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 2. φεύγω από τη ζωή:...
- ΦΗΛΙ, το...φηλί, το [Anm.: φηλί – mit ήτα! Zu unterscheiden von: το φιλί und η φυλή !] - ΛΚΝ: μόνο στη φράση φηλί κλειδί: για πολύ στενούς, αχώριστους φίλους - ebenso ΛΜΠ:...
- ΦΗΜΗ, η...φήμη, η 1) das Gerücht vgl. auch: • Στο μεταξύ θα οργιάζουν οι φήμες. ° In der Zwischenzeit wird die Gerüchteküche brodeln. [DF+GF aus: Μάρκαρης:...
- ΦΘΑΝΩ...φθάνω s. φτάνω ...
- ΦΙΓΟΥΡΑ, η...φιγούρα, η [u.a.]: • φιγούρες ° Tanzschritte [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] ...