φεύγω
1. [allgemein]:
• αισθάνθηκε το όνειρο να φεύγει ° sie spürte, wie der Traum verflog [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
2. φεύγω από τη ζωή:
• Έφυγε απ’ αυτή τη ζωή στην ηλικία του Κάφκα, από την ασθένεια που ταλαιπώρησε κι εκείνον, [...] ° Sie [diese Frau] schied im gleichen Alter wie [Franz] Kafka aus diesem Leben, durch die [= aufgrund der (gleichen)] Krankheit, die auch ihn gequält hatte, […] [GF+DF aus: Όσες φορές]
3. πάμε να φύγουμε ° komm, wir gehen [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] // lass uns gehen [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΦΑΣΚΕΛΟ, το...φάσκελο, το 1. Συνήθως: "πέντε (ή και δέκα) φάσκελα": πέντε (ή δέκα) ακτινωτά τεντωμένα δάχτυλα του χεριού που σχηματίζουν την μούντζα*....
- ΦΑΣΟΥΛΙ, το...φασούλι, το 1. Grundbedeutung: [volkstümlich:] το φασόλι = die Bohne 2. φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι:...
- ΦΑΤΑ ΜΟΡΓΚΑΝΑ, η...Φάτα Μοργκάνα, η βρ.μυθ. Morgan LeFay, ιταλ. Fata Morgana: η διεστραμμένη μάγισσα αδελφή του βασιλιά Αρθούρου,...
- ΦΑΥΛΟΣ, -η, -ο...φαύλος, -η, -ο • οι φαύλοι ° jenes [wörtl.: das] Gesindel [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka] ...
- ΦΑΩ (θα, να, ...)...φάω (θα, να, ...) s. τρώω ...
- ΦΕΓΓΑΡΙ, το...φεγγάρι, το 1. έχει φεγγάρι: • Είχε φεγγάρι ακόμα σαν έπιασε να γαλανιάζει η αυγή. ° Der Mond stand noch am Himmel, als die [Morgen-]Dämmerung anbrach....
- ΦΕΓΓΙΤΗΣ, ο...φεγγίτης, ο • Το σπίτι της είναι παλαιϊκό, έχει πάνω από την οξώπορτα [= εξώπορτα] δυο στρογγυλούς φεγγίτες με θαμπά τζάμια. ° Ihr Haus ist uralt,...
- ΦΕΡΕΤΡΟ, το...φέρετρο, το = der Sarg [Anm.: τo φέρετρο ist zu unterscheiden von: το θέρετρο (= der Urlaubsort / der Ferienort {etc.})!] ...
- ΦΕΡΝΩ [bzw.] ΦΕΡΩ...φέρνω [bzw.] φέρω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. φέρνω κοντά 3. τη φέρνω (σε κάποιον) [bzw.] μου την έφερε 4.1. το φέρνει (τα φέρνει) η μοίρα [bzw....
- ΦΕΥ...φευ • […], τότε, φευ, έχεις να κάνεις με […]. ° […], dann hat man es, leider, mit […] zu tun. [GF+DF aus: Ζατέλη:...
Nachher:
- ΦΗΛΙ, το...φηλί, το [Anm.: φηλί – mit ήτα! Zu unterscheiden von: το φιλί und η φυλή !] - ΛΚΝ: μόνο στη φράση φηλί κλειδί: για πολύ στενούς, αχώριστους φίλους - ebenso ΛΜΠ:...
- ΦΗΜΗ, η...φήμη, η 1) das Gerücht vgl. auch: • Στο μεταξύ θα οργιάζουν οι φήμες. ° In der Zwischenzeit wird die Gerüchteküche brodeln. [DF+GF aus: Μάρκαρης:...
- ΦΘΑΝΩ...φθάνω s. φτάνω ...
- ΦΙΓΟΥΡΑ, η...φιγούρα, η [u.a.]: • φιγούρες ° Tanzschritte [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] ...
- ΦΙΛΑΡΑΚΙ, το...φιλαράκι, το • Το φιλαράκι ο Μπιλ [...] πρότεινε [...] Der gute, alte Bill […] schlug vor, […] [GF+DF aus: Σκούρτης:...
- ΦΙΛΙ, το...φιλί, το [Anm.: το φιλί ist zu unterscheiden von: η φυλή !] = der Kuss ...
- ΦΙΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...φιλικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: - freundlich - freundschaftlich 2. το φιλικό παιχνίδι // ο φιλικός αγώνας ° das Freundschaftsspiel [zB. im Fußballsport] 3....
- ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ, η...φιλοδοξία, η 1) der Ehrgeiz 2) die Zielsetzung, die Bestrebung; die Ambition [zB.: οι επαγγελματικές μου φιλοδοξίες] ...
- ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ, η...φιλολογία, η • ένας καθηγητής της φιλολογίας ° ein Literaturprofessor [DF+GF aus den Aphorismen von Karl Kraus bzw....