Φάτα Μοργκάνα, η
βρ.μυθ. Morgan LeFay, ιταλ. Fata Morgana: η διεστραμμένη μάγισσα αδελφή του βασιλιά Αρθούρου, στην ιστορία των Ιππότων της στρογγυλής τραπέζης // μεταφορικώς: αντικατοπτρισμός στην επιφάνεια της θάλασσας, όταν το στρώμα του αέρα πάνω από το νερό είναι πιό ψυχρό απ’ ότι στα ψηλότερα στρώματα. Ο ίδιος ο Ν. Καββαδίας λέει ''... συμβαίνει στης Σικελίας το στενό ή στη Νάπολη απ’ έξω, νύχτα τρεις η ώρα, και παρουσιάζει τρείς γυναίκες που χορεύουν στον ορίζοντα. Βαστάει ένα δύο λεπτά κι ύστερα χάνεται ...''
[Quelle: Webseite über Καββαδίας mit "Μικρό Γλωσσάρι στο έργο του"]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ, το...φαινόμενο, το 1. Grundbedeutungen: a) das Phänomen, die Erscheinung, der Effekt:...
- ΦΑΛΑΓΓΙ, το...φαλάγγι, το παίρνω φαλάγγι: τον / τους πήρανε φαλάγγι: (φρ.) τους έτρεψαν εις προτροπάδην φυγήν [ΛΔΤΚ] π.χ.: • Μόνη στην επιστροφή,...
- ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ...φαντάζομαι 1. Grundbedeutungen: a) aa) sich [etwas] vorstellen [etc.]: • δεν ήταν τόσο κομψή όσο τη φανταζόμουν ° sie [sc. diese Frau] war nicht so elegant,...
- ΦΑΝΤΑΡΟΣ, ο...φαντάρος, ο zum Verhältnis der Begriffe φαντάρος und στρατιώτης: s. unter στρατιώτης, ο ...
- ΦΑΝΤΗΣ, ο...φάντης, ο 1. Grundbedeutung: der Bube [Spielkartenfigur] [auch: ο βαλές] 2. σαν φάντης μπαστούνι (βγαίνω, έρχομαι κλπ.): (bzw. bei Νατσ.:...
- ΦΑΡΑΩ, ο...Φαραώ, ο [bzw.] φαραώ, ο 1. Grundbedeutung: der Pharao 2. οι πληγές του Φαραώ [bzw.] οι εφτά πληγές του Φαραώ: • Έχω πολλές κόρες,...
- ΦΑΣΑΡΙΑ, η...φασαρία, η • ευτυχώς, οι περισσότερες φασαρίες συμβαίνουν στο Κάιρο,...
- ΦΑΣΙΝΑ, η...φασίνα, η γενικό καθάρισμα ενός σπιτιού, ενός χώρου (κυρ. σκούπισμα, σφουγγάρισμα, ξεσκόνισμα) [ΛΚΝ] – π.χ.: • Είμαι πτώμα· σήμερα είχαμε φασίνα στο σπίτι....
- ΦΑΣΚΕΛΟ, το...φάσκελο, το 1. Συνήθως: "πέντε (ή και δέκα) φάσκελα": πέντε (ή δέκα) ακτινωτά τεντωμένα δάχτυλα του χεριού που σχηματίζουν την μούντζα*....
- ΦΑΣΟΥΛΙ, το...φασούλι, το 1. Grundbedeutung: [volkstümlich:] το φασόλι = die Bohne 2. φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι:...
Nachher:
- ΦΑΥΛΟΣ, -η, -ο...φαύλος, -η, -ο • οι φαύλοι ° jenes [wörtl.: das] Gesindel [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka] ...
- ΦΑΩ (θα, να, ...)...φάω (θα, να, ...) s. τρώω ...
- ΦΕΓΓΑΡΙ, το...φεγγάρι, το 1. έχει φεγγάρι: • Είχε φεγγάρι ακόμα σαν έπιασε να γαλανιάζει η αυγή. ° Der Mond stand noch am Himmel, als die [Morgen-]Dämmerung anbrach....
- ΦΕΓΓΙΤΗΣ, ο...φεγγίτης, ο • Το σπίτι της είναι παλαιϊκό, έχει πάνω από την οξώπορτα [= εξώπορτα] δυο στρογγυλούς φεγγίτες με θαμπά τζάμια. ° Ihr Haus ist uralt,...
- ΦΕΡΕΤΡΟ, το...φέρετρο, το = der Sarg [Anm.: τo φέρετρο ist zu unterscheiden von: το θέρετρο (= der Urlaubsort / der Ferienort {etc.})!] ...
- ΦΕΡΝΩ [bzw.] ΦΕΡΩ...φέρνω [bzw.] φέρω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. φέρνω κοντά 3. τη φέρνω (σε κάποιον) [bzw.] μου την έφερε 4.1. το φέρνει (τα φέρνει) η μοίρα [bzw....
- ΦΕΥ...φευ • […], τότε, φευ, έχεις να κάνεις με […]. ° […], dann hat man es, leider, mit […] zu tun. [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΦΕΥΓΩ...φεύγω 1. [allgemein]: • αισθάνθηκε το όνειρο να φεύγει ° sie spürte, wie der Traum verflog [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 2. φεύγω από τη ζωή:...
- ΦΗΛΙ, το...φηλί, το [Anm.: φηλί – mit ήτα! Zu unterscheiden von: το φιλί und η φυλή !] - ΛΚΝ: μόνο στη φράση φηλί κλειδί: για πολύ στενούς, αχώριστους φίλους - ebenso ΛΜΠ:...