μπαρόβια, η
weibliche Form zu μπαρόβιος, ο
Weitere Wörter:
Vorher
- ΜΠΑΓΛΑΜΑΣ, ο...μπαγλαμάς, ο (Pl.: οι μπαγλαμάδες) [Musikinstrument]: μουσικό όργανο με τρεις χορδές που μοιάζει με μπουζούκι, αλλά είναι πιο μικρό [ΛΚΝ] [Anm.:...
- ΜΠΑΖΑ, η...μπάζα, η • χάρη στη δική μου μεσολάβηση, εσείς, αυτή τη στιγμή,...
- ΜΠΑΙΛΝΤΙΖΩ ...richtig: ΜΠΑΪΛΝΤΙΖΩ ...
- ΜΠΑΪΛΝΤΙΖΩ...μπαϊλντίζω • Αλλά μια κι η Τζο είχε μπαϊλντίσει απ’ […] ° Aber Jo hatte von […] die Schnauze voll, […] [wörtl.: Aber weil Jo …] [GF+DF aus: Σκούρτης:...
- ΜΠΑΙΝΩ...μπαίνω 1. μπαίνει (+ Monats- oder Jahreszeitenangabe): • Έρχεται χειμώνας. Άνοιξη. Μπαίνει το καλοκαίρι. ° Es kommt der Winter. Frühling. Der Sommer fängt an....
- ΜΠΑΚΑΚΟΣ (o) [bzw.] ΜΠΑΚΑΚΟΥ (στου)...Μπακάκος (ο) [bzw.] Μπακάκου (στου) Vgl. zum Lied "Δέκα χόνια στου Μπακάκου" (μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος, στίχοι: Θοδωρής Γκόνης, ερμηνεία:...
- ΜΠΑΚΛΑΒΑΣ, ο...μπακλαβάς, ο [Süßspeise]: γλυκό ταψιού καμωμένο από φύλλα ζύμης και καρύδια και περιχυμένο με σιρόπι [ΛΚΝ] [Anm.: o μπακλαβάς ist zu unterscheiden von:...
- ΜΠΑΛΑ, η...μπάλα, η (κάτι) με παίρνει μπάλα [bzw.] με παίρνει η μπάλα: • Στην έξοδο την [= τη Μπέμπα] πήρε μπάλα ο κόσμος, την έσυρε μέσα από σουβλατζίδικα,...
- ΜΠΑΡΑΚΙ, το...μπαράκι, το 1) die Kneipe * / das "Beisel" // die kleine Bar * [als Lokal] *[GF+DF jeweils aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] 2) die kleine Bar [zB....
- ΜΠΑΡΜΠΑ-...μπαρμπα- 1. zur Schreibweise: - Auch im Nominativ lautet sie "μπαρμπα" (und nicht "μπαρμπας"). - Am Ausdruck wird kein Betonungszeichen gesetzt (s....
Nachher:
- ΜΠΑΡΟΒΙΟΣ, ο...μπαρόβιος, ο = άτομο που περνάει τα βράδια του πίνοντας στα μπαρ [ΛΠΑ] π.χ.: • Μέχρι τότε [ο θείος Ανέστης] νυκτόβιος, μπαρόβιος, καμπαρόβιος, πορνόβιος, [......
- ΜΠΑΣ ΚΑΙ...μπας και = (προφορ.-καθημ.) μήπως [ΛΜΠ] // μήπως και / μήπως (χρησιμοποιείται μόνο σε ερωτήσεις με την σημασία του ίσως) [ΛΔΗ] π.χ.: • θα του τηλεφωνήσω,...
- ΜΠΑΣΟΣ, -α, -ο...μπάσος, -α, -ο • με τη σταθερή μπάσα φωνή του ° mit seiner tiefen, festen [GF: festen, tiefen] Stimme [sagte der Soldat: …] [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
- ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ, το...μπαστούνι, το 1. Grundbedeutungen: - der Stock [Spazierstock, Gehstock etc.] - der Schläger [Sportgerät, zB. Golfschläger] - das (österreichisch auch:...
- ΜΠΑΤΣΟΣ, ο...μπάτσος, ο = der Bulle [Slang für: der Polizist] ...
- ΜΠΑΦΙΑΖΩ...μπαφιάζω = πλήττω [ΛΔΗ] // ζαλίζομαι, αποβλακώνομαι [ΛΔΑ] π.χ.: • Ράβω απ’ το πρωί. Θα βγω τώρα λίγο έξω, θα πάω στην φιλενάδα μου, γιατί μπάφιασα!...
- ΜΠΕΛΑΣ, ο...μπελάς, ο • Τώρα ξέρετε σε τι μπελάδες μας βάζετε! ° Wissen Sie eigentlich, in was für eine Klemme Sie uns jetzt bringen! [GF+DF aus: Βασιλικός:...
- ΜΠΙΖΑΡΩ...μπιζάρω = da capo rufen [Wendt] ...
- ΜΠΙΝΙΑΡΗΣ, ο [bzw.] ΜΠΙΝΑΡΗΣ, ο...μπινιάρης, ο [bzw.] μπινάρης, ο = δίδυμος (λατιν. binarius) [ΛΓΟΥ] ...