μπαστούνι, το


1. Grundbedeutungen:

- der Stock [Spazierstock, Gehstock etc.]

- der Schläger [Sportgerät, zB. Golfschläger]

das (österreichisch auch: die) Pik [Spielkartenfarbe]


2. τα βρήκε μπαστούνια:

φράση που τη λέμε για εκείνους που βρίσκουν εμπόδια στις δουλειές τους  [Νατσ., σ. 483]


3. σαν φάντης μπαστούνι (βγαίνω, έρχομαι κλπ.): s. unter φάντης, ο (Z 2)


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΠΑΙΝΩ...μπαίνω 1. μπαίνει (+ Monats- oder Jahreszeitenangabe): • Έρχεται χειμώνας. Άνοιξη. Μπαίνει το καλοκαίρι. ° Es kommt der Winter. Frühling. Der Sommer fängt an....
  • ΜΠΑΚΑΚΟΣ (o) [bzw.] ΜΠΑΚΑΚΟΥ (στου)...Μπακάκος (ο) [bzw.] Μπακάκου (στου) Vgl. zum Lied "Δέκα χόνια στου Μπακάκου" (μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος, στίχοι: Θοδωρής Γκόνης, ερμηνεία:...
  • ΜΠΑΚΛΑΒΑΣ, ο...μπακλαβάς, ο [Süßspeise]: γλυκό ταψιού καμωμένο από φύλλα ζύμης και καρύδια και περιχυμένο με σιρόπι [ΛΚΝ] [Anm.: o μπακλαβάς ist zu unterscheiden von:...
  • ΜΠΑΛΑ, η...μπάλα, η (κάτι) με παίρνει μπάλα [bzw.] με παίρνει η μπάλα: • Στην έξοδο την [= τη Μπέμπα] πήρε μπάλα ο κόσμος, την έσυρε μέσα από σουβλατζίδικα,...
  • ΜΠΑΡΑΚΙ, το...μπαράκι, το 1) die Kneipe * / das "Beisel" // die kleine Bar * [als Lokal] *[GF+DF jeweils aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] 2) die kleine Bar [zB....
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-...μπαρμπα- 1. zur Schreibweise: - Auch im Nominativ lautet sie "μπαρμπα" (und nicht "μπαρμπας"). - Am Ausdruck wird kein Betonungszeichen gesetzt (s....
  • ΜΠΑΡΟΒΙΑ, η...μπαρόβια, η weibliche Form zu μπαρόβιος, ο ...
  • ΜΠΑΡΟΒΙΟΣ, ο...μπαρόβιος, ο = άτομο που περνάει τα βράδια του πίνοντας στα μπαρ [ΛΠΑ] π.χ.: • Μέχρι τότε [ο θείος Ανέστης] νυκτόβιος, μπαρόβιος, καμπαρόβιος, πορνόβιος, [......
  • ΜΠΑΣ ΚΑΙ...μπας και = (προφορ.-καθημ.) μήπως [ΛΜΠ] // μήπως και / μήπως (χρησιμοποιείται μόνο σε ερωτήσεις με την σημασία του ίσως) [ΛΔΗ] π.χ.: • θα του τηλεφωνήσω,...
  • ΜΠΑΣΟΣ, -α, -ο...μπάσος, -α, -ο • με τη σταθερή μπάσα φωνή του ° mit seiner tiefen, festen [GF: festen, tiefen] Stimme [sagte der Soldat: …] [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
Nachher:
  • ΜΠΑΤΣΟΣ, ο...μπάτσος, ο = der Bulle [Slang für: der Polizist] ...
  • ΜΠΑΦΙΑΖΩ...μπαφιάζω = πλήττω [ΛΔΗ] // ζαλίζομαι, αποβλακώνομαι [ΛΔΑ] π.χ.: • Ράβω απ’ το πρωί. Θα βγω τώρα λίγο έξω, θα πάω στην φιλενάδα μου, γιατί μπάφιασα!...
  • ΜΠΕΛΑΣ, ο...μπελάς, ο • Τώρα ξέρετε σε τι μπελάδες μας βάζετε! ° Wissen Sie eigentlich, in was für eine Klemme Sie uns jetzt bringen! [GF+DF aus: Βασιλικός:...
  • ΜΠΙΖΑΡΩ...μπιζάρω = da capo rufen [Wendt] ...
  • ΜΠΙΝΙΑΡΗΣ, ο [bzw.] ΜΠΙΝΑΡΗΣ, ο...μπινιάρης, ο [bzw.] μπινάρης, ο = δίδυμος (λατιν. binarius) [ΛΓΟΥ] ...
  • ΜΠΙΣΤΡΟ, το...μπιστρό, το = παριζιάνικο μπαρ (γαλλ. bistrot) [ΛΓΟΥ] ...
  • ΜΠΙΧΛΙΜΠΙΔΙ, το...μπιχλιμπίδι, το • κανένα μπιχλιμπίδι για τον λαιμό τους ° irgendeinen Klunker für ihren [sc. der Frauen] Hals [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΜΠΛΕΚΩ...μπλέκω 1. Grundbedeutungen: …. 2. als Verb zur Beschreibung eines persönlichen Verhaltens: 2.1. μπλέκω σε ... [bzw.] με ... : a) [intransitiv]*:...
  • ΜΠΛΟΚΟ, το...μπλόκο, το Vgl....