μπιχλιμπίδι, το
• κανένα μπιχλιμπίδι για τον λαιμό τους ° irgendeinen Klunker für ihren [sc. der Frauen] Hals [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΜΠΑΡΟΒΙΟΣ, ο...μπαρόβιος, ο = άτομο που περνάει τα βράδια του πίνοντας στα μπαρ [ΛΠΑ] π.χ.: • Μέχρι τότε [ο θείος Ανέστης] νυκτόβιος, μπαρόβιος, καμπαρόβιος, πορνόβιος, [......
- ΜΠΑΣ ΚΑΙ...μπας και = (προφορ.-καθημ.) μήπως [ΛΜΠ] // μήπως και / μήπως (χρησιμοποιείται μόνο σε ερωτήσεις με την σημασία του ίσως) [ΛΔΗ] π.χ.: • θα του τηλεφωνήσω,...
- ΜΠΑΣΟΣ, -α, -ο...μπάσος, -α, -ο • με τη σταθερή μπάσα φωνή του ° mit seiner tiefen, festen [GF: festen, tiefen] Stimme [sagte der Soldat: …] [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
- ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ, το...μπαστούνι, το 1. Grundbedeutungen: - der Stock [Spazierstock, Gehstock etc.] - der Schläger [Sportgerät, zB. Golfschläger] - das (österreichisch auch:...
- ΜΠΑΤΣΟΣ, ο...μπάτσος, ο = der Bulle [Slang für: der Polizist] ...
- ΜΠΑΦΙΑΖΩ...μπαφιάζω = πλήττω [ΛΔΗ] // ζαλίζομαι, αποβλακώνομαι [ΛΔΑ] π.χ.: • Ράβω απ’ το πρωί. Θα βγω τώρα λίγο έξω, θα πάω στην φιλενάδα μου, γιατί μπάφιασα!...
- ΜΠΕΛΑΣ, ο...μπελάς, ο • Τώρα ξέρετε σε τι μπελάδες μας βάζετε! ° Wissen Sie eigentlich, in was für eine Klemme Sie uns jetzt bringen! [GF+DF aus: Βασιλικός:...
- ΜΠΙΖΑΡΩ...μπιζάρω = da capo rufen [Wendt] ...
- ΜΠΙΝΙΑΡΗΣ, ο [bzw.] ΜΠΙΝΑΡΗΣ, ο...μπινιάρης, ο [bzw.] μπινάρης, ο = δίδυμος (λατιν. binarius) [ΛΓΟΥ] ...
- ΜΠΙΣΤΡΟ, το...μπιστρό, το = παριζιάνικο μπαρ (γαλλ. bistrot) [ΛΓΟΥ] ...
Nachher:
- ΜΠΛΕΚΩ...μπλέκω 1. Grundbedeutungen: …. 2. als Verb zur Beschreibung eines persönlichen Verhaltens: 2.1. μπλέκω σε ... [bzw.] με ... : a) [intransitiv]*:...
- ΜΠΛΟΚΟ, το...μπλόκο, το Vgl....
- ΜΠΛΟΥΖΑ, η...μπλούζα, η • σορτς, μακό μπλούζες με γιακά ° Shorts und Polohemden [trugen die Kinder in dieser Stadt] [GF+DF aus: Όσες φορές] • vgl. auch μπλουζάκι,...
- ΜΠΛΟΥΖΑΚΙ, το...μπλουζάκι, το = das T-Shirt / das Shirt / das Sweatshirt z.B.:...
- ΜΠΟΓΙΑ, η...μπογιά, η (δεν) περνάει η μπογιά μου (σου, ...): συνήθως αρνητικά: δεν περνάει η μπογιά μου = δεν είμαι επίκαιρος, δεν εντυπωσιάζω, δεν ισχύω,...
- ΜΠΟΛΙΚΟΣ, -η, -ο...μπόλικος, -η, -ο • Μπόλικος Κίρκεγκωρ και Κροπότκιν. ° Jede Menge Kierkegaard und Kropotkin. [sc....
- ΜΠΟΜΠΟΝΙΕΡΑ, η...μπομπονιέρα, η - μικρή ποσότητα από κουφέτα ειδικά συσκευασμένα που μοιράζεται στους καλεσμένους σε γάμους ή σε βαφτίσια [ΛΚΝ] - s. auch Anmerkung in:...
- ΜΠΟΡΕΙ...μπορεί s. μπορώ ...
- ΜΠΟΡΝΤΟ...μπορντό • φορούσε ένα μπορντό φόρεμα ° sie trug ein bordeauxrotes Kleid [GF+DF aus: Όσες φορές] ...