μπλουζάκι, το


=  das T-Shirt / das Shirt / das Sweatshirt 

z.B.:

• ρίχνει πάνω του ένα μπλουζάκι και βγαίνει από την κρεβατοκάμαρα

[er] streift sich ein T-Shirt über und geht aus dem Schlafzimmer   

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• Παρά την εποχή φοράει ένα κοντομάνικο μπλουζάκι [...]

Er trägt trotz der Jahreszeit ein ärmelloses T-Shirt [...]

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• Φορούσε μαύρο στενό παντελόνι, μαύρο κολλητό μπλουζάκι [...]

Sie trug eine schwarze, enge Hose, ein schwarzes, enganliegendes Shirt, […]

[GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• κόκκινο πόλο μπλουζάκι και ανοιχτόχρωμο λινό παντελόνι

ein rotes Poloshirt und helle Leinenhosen [trug der Mann]       

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• ένα μπλουζάκι που κρέμεται ανελέητα επάνω του

ein Sweatshirt, das erbarmungs­los um ihn [= um den Mann (sc. seinen Körper)] herumschlabbert 

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]


ebenso:

το μακό μπλουζάκι = das T-Shirt  [Pons // GF auch in einem griechischen Bildwörter­buch]  [BSe s. unter μακό (Z 2)]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΠΑΤΣΟΣ, ο...μπάτσος, ο = der Bulle [Slang für: der Polizist] ...
  • ΜΠΑΦΙΑΖΩ...μπαφιάζω = πλήττω [ΛΔΗ] // ζαλίζομαι, αποβλακώνομαι [ΛΔΑ] π.χ.: • Ράβω απ’ το πρωί. Θα βγω τώρα λίγο έξω, θα πάω στην φιλενάδα μου, γιατί μπάφιασα!...
  • ΜΠΕΛΑΣ, ο...μπελάς, ο • Τώρα ξέρετε σε τι μπελάδες μας βάζετε! ° Wissen Sie eigentlich, in was für eine Klemme Sie uns jetzt bringen! [GF+DF aus: Βασιλικός:...
  • ΜΠΙΖΑΡΩ...μπιζάρω = da capo rufen [Wendt] ...
  • ΜΠΙΝΙΑΡΗΣ, ο [bzw.] ΜΠΙΝΑΡΗΣ, ο...μπινιάρης, ο [bzw.] μπινάρης, ο = δίδυμος (λατιν. binarius) [ΛΓΟΥ] ...
  • ΜΠΙΣΤΡΟ, το...μπιστρό, το = παριζιάνικο μπαρ (γαλλ. bistrot) [ΛΓΟΥ] ...
  • ΜΠΙΧΛΙΜΠΙΔΙ, το...μπιχλιμπίδι, το • κανένα μπιχλιμπίδι για τον λαιμό τους ° irgendeinen Klunker für ihren [sc. der Frauen] Hals [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΜΠΛΕΚΩ...μπλέκω 1. Grundbedeutungen: …. 2. als Verb zur Beschreibung eines persönlichen Verhaltens: 2.1. μπλέκω σε ... [bzw.] με ... : a) [intransitiv]*:...
  • ΜΠΛΟΚΟ, το...μπλόκο, το Vgl....
  • ΜΠΛΟΥΖΑ, η...μπλούζα, η • σορτς, μακό μπλούζες με γιακά ° Shorts und Polohemden [trugen die Kinder in dieser Stadt] [GF+DF aus: Όσες φορές] • vgl. auch μπλουζάκι,...
Nachher:
  • ΜΠΟΓΙΑ, η...μπογιά, η (δεν) περνάει η μπογιά μου (σου, ...): συνήθως αρνητικά: δεν περνάει η μπογιά μου = δεν είμαι επίκαιρος, δεν εντυπωσιάζω, δεν ισχύω,...
  • ΜΠΟΛΙΚΟΣ, -η, -ο...μπόλικος, -η, -ο • Μπόλικος Κίρκεγκωρ και Κροπότκιν. ° Jede Menge Kierkegaard und Kropotkin. [sc....
  • ΜΠΟΜΠΟΝΙΕΡΑ, η...μπομπονιέρα, η - μικρή ποσότητα από κουφέτα ειδικά συσκευασμένα που μοιράζεται στους καλεσμένους σε γάμους ή σε βαφτίσια [ΛΚΝ] - s. auch Anmerkung in:...
  • ΜΠΟΡΕΙ...μπορεί s. μπορώ ...
  • ΜΠΟΡΝΤΟ...μπορντό • φορούσε ένα μπορντό φόρεμα ° sie trug ein bordeauxrotes Kleid [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
  • ΜΠΟΡΩ...μπορώ (-είς) Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μπορεί να … [bzw.] μπορεί και να ... 3. δεν μπορεί [ohne nachfolgendes να …] 4. δεν μπορώ να μη(ν) ... 5....
  • ΜΠΟΥΚΑΛΙ, το [bzw.] ΜΠΟΥΚΑΛΑ, η...μπουκάλι, το [bzw.] μπουκάλα, η 1. το μπουκάλι – η μπουκάλα: η μπουκάλα = το μεγάλο μπουκάλι [ΛΜΠ] 2. Beispiele:...
  • ΜΠΟΥΡΛΟΤΟ, το...μπουρλότο, το Η καταστροφή από πυρκαγιά. Από την κοινή ονομασία των "πυρπολικών". (Eνετ. Burloto, ιταλ. Brulotto = το πυρπολικό πλοίο)....
  • ΜΠΟΥΦΑΝ, το...μπουφάν, το = die Jacke* // das Blouson** / die Wind­jacke** *[DF+GF aus: Friedrich: Currywurst // Gaby Hauptmann: Suche …] **[vgl. zB....