μπουκάλι, το [bzw.] μπουκάλα, η
1. το μπουκάλι – η μπουκάλα:
η μπουκάλα = το μεγάλο μπουκάλι [ΛΜΠ]
2. Beispiele:
• Ώσπου ν’ ανοίξει ο μπαρμπα-Τζωρτζ ένα αφημένο απ’ τον Μπιλ μπουκάλι ουίσκι, δεν είπαν τίποτα. [...] Τότε πήρε την μπουκάλα το ουίσκι, ήπιε κάμποσο, [...] ° Bis der alte George eine von Bill dagelassene Flasche Whisky aufmachte, sprachen sie [= er und Tristram] kein Wort. […] Er nahm [dann] die Flasche Whisky, trank etwas, [...] * [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]
[Anm.: η μπουκάλα und το μπουκάλι sind hier also synoyme Ausdrücke.]
• Κι ενώ έβγαζε από την τσέπη του το μπουκάλι το κονιάκ, [...] ° Und während er die Cognacflasche aus der Tasche zog, [...] * [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]
*[Anm.: "το" vor "κονιάκ" bzw. vor "ουίσκι"!]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΜΠΛΕΚΩ...μπλέκω 1. Grundbedeutungen: …. 2. als Verb zur Beschreibung eines persönlichen Verhaltens: 2.1. μπλέκω σε ... [bzw.] με ... : a) [intransitiv]*:...
- ΜΠΛΟΚΟ, το...μπλόκο, το Vgl....
- ΜΠΛΟΥΖΑ, η...μπλούζα, η • σορτς, μακό μπλούζες με γιακά ° Shorts und Polohemden [trugen die Kinder in dieser Stadt] [GF+DF aus: Όσες φορές] • vgl. auch μπλουζάκι,...
- ΜΠΛΟΥΖΑΚΙ, το...μπλουζάκι, το = das T-Shirt / das Shirt / das Sweatshirt z.B.:...
- ΜΠΟΓΙΑ, η...μπογιά, η (δεν) περνάει η μπογιά μου (σου, ...): συνήθως αρνητικά: δεν περνάει η μπογιά μου = δεν είμαι επίκαιρος, δεν εντυπωσιάζω, δεν ισχύω,...
- ΜΠΟΛΙΚΟΣ, -η, -ο...μπόλικος, -η, -ο • Μπόλικος Κίρκεγκωρ και Κροπότκιν. ° Jede Menge Kierkegaard und Kropotkin. [sc....
- ΜΠΟΜΠΟΝΙΕΡΑ, η...μπομπονιέρα, η - μικρή ποσότητα από κουφέτα ειδικά συσκευασμένα που μοιράζεται στους καλεσμένους σε γάμους ή σε βαφτίσια [ΛΚΝ] - s. auch Anmerkung in:...
- ΜΠΟΡΕΙ...μπορεί s. μπορώ ...
- ΜΠΟΡΝΤΟ...μπορντό • φορούσε ένα μπορντό φόρεμα ° sie trug ein bordeauxrotes Kleid [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
- ΜΠΟΡΩ...μπορώ (-είς) Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μπορεί να … [bzw.] μπορεί και να ... 3. δεν μπορεί [ohne nachfolgendes να …] 4. δεν μπορώ να μη(ν) ... 5....
Nachher:
- ΜΠΟΥΡΛΟΤΟ, το...μπουρλότο, το Η καταστροφή από πυρκαγιά. Από την κοινή ονομασία των "πυρπολικών". (Eνετ. Burloto, ιταλ. Brulotto = το πυρπολικό πλοίο)....
- ΜΠΟΥΦΑΝ, το...μπουφάν, το = die Jacke* // das Blouson** / die Windjacke** *[DF+GF aus: Friedrich: Currywurst // Gaby Hauptmann: Suche …] **[vgl. zB....
- ΜΠΟΥΧΤΙΖΩ...μπουχτίζω = βαριέμαι κάτι (κάποιον) // δεν αντέχω πια κάτι (κάποιον) [ΑΓΝ, σ. 48] π.χ.: • είχα μπουχτίσει από τη βροχή ° ich hatte bis zum Hals genug davon [sc....
- ΜΠΡΑΒΟ...μπράβο • έτσι μπράβο ° so ist es gut [Ausdruck des Lobs für jemanden, der solche (Tanz-)Bewegungen macht, die man von ihm sehen möchte] [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΜΠΡΑΣΕΛΕ, το...μπρασελέ, το 1) das Uhrband [zB. aus Leder; aus Stahl] 2) das Armband [zB. aus Perlen] ...
- ΜΠΡΟΣΤΑ...μπροστά 1. μπροστά σε: a) vor: • το καθρεφτάκι που του έβαλαν μπροστά στο στόμα der kleine Spiegel, den sie ihm vor den Mund hielten [um zu überprüfen,...
- ΜΥΑΛΟ, το...μυαλό, το Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. βάζω κάτι στο μυαλό μου (στο κεφάλι μου / στον νου μου) [bzw.] βάζω κάτι με το μυαλό μου (με τον νου μου) [bzw....
- ΜΥΓΑ, η...μύγα, η 1. Grundbedeutung: die Fliege 2. δεν σηκώνω μύγα στο σπαθί μου ° δεν ανέχομαι άδικες κατηγορίες, πολλά-πολλά [ΑΓΝ, σ. 171] [bzw. (ähnlich)]:...
- ΜΥΤΗ, η...μύτη, η 1. Grundbedeutung: die Nase 2. φυσώ τη μύτη μου ° sich die Nase putzen 3. σκάω μύτη: s. unter σκάζω (Z 4.1) ...