μπουχτίζω


=  βαριέμαι κάτι (κάποιον) // δεν αντέχω πια κάτι (κάποιον)  [ΑΓΝ, σ. 48] 

π.χ.:

• είχα μπουχτίσει από τη βροχή  °  ich hatte bis zum Hals genug davon [sc. vom (tage­langen) Regen]   [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand]

• Δεν αντέχω άλλο πια. Μπούχτισα.   [ΑΓΝ]

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΠΛΟΥΖΑΚΙ, το...μπλουζάκι, το = das T-Shirt / das Shirt / das Sweatshirt z.B.:...
  • ΜΠΟΓΙΑ, η...μπογιά, η (δεν) περνάει η μπογιά μου (σου, ...): συνήθως αρνητικά: δεν περνάει η μπογιά μου = δεν είμαι επίκαιρος, δεν εντυπωσιάζω, δεν ισχύω,...
  • ΜΠΟΛΙΚΟΣ, -η, -ο...μπόλικος, -η, -ο • Μπόλικος Κίρκεγκωρ και Κροπότκιν. ° Jede Menge Kierkegaard und Kropotkin. [sc....
  • ΜΠΟΜΠΟΝΙΕΡΑ, η...μπομπονιέρα, η - μικρή ποσότητα από κουφέτα ειδικά συσκευασμένα που μοιράζεται στους καλεσμένους σε γάμους ή σε βαφτίσια [ΛΚΝ] - s. auch Anmerkung in:...
  • ΜΠΟΡΕΙ...μπορεί s. μπορώ ...
  • ΜΠΟΡΝΤΟ...μπορντό • φορούσε ένα μπορντό φόρεμα ° sie trug ein bordeauxrotes Kleid [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
  • ΜΠΟΡΩ...μπορώ (-είς) Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μπορεί να … [bzw.] μπορεί και να ... 3. δεν μπορεί [ohne nachfolgendes να …] 4. δεν μπορώ να μη(ν) ... 5....
  • ΜΠΟΥΚΑΛΙ, το [bzw.] ΜΠΟΥΚΑΛΑ, η...μπουκάλι, το [bzw.] μπουκάλα, η 1. το μπουκάλι – η μπουκάλα: η μπουκάλα = το μεγάλο μπουκάλι [ΛΜΠ] 2. Beispiele:...
  • ΜΠΟΥΡΛΟΤΟ, το...μπουρλότο, το Η καταστροφή από πυρκαγιά. Από την κοινή ονομασία των "πυρπολικών". (Eνετ. Burloto, ιταλ. Brulotto = το πυρπολικό πλοίο)....
  • ΜΠΟΥΦΑΝ, το...μπουφάν, το = die Jacke* // das Blouson** / die Wind­jacke** *[DF+GF aus: Friedrich: Currywurst // Gaby Hauptmann: Suche …] **[vgl. zB....
Nachher:
  • ΜΠΡΑΒΟ...μπράβο • έτσι μπράβο ° so ist es gut [Ausdruck des Lobs für jeman­den, der solche (Tanz-)Be­we­gungen macht, die man von ihm sehen möchte] [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΜΠΡΑΣΕΛΕ, το...μπρασελέ, το 1) das Uhrband [zB. aus Leder; aus Stahl] 2) das Armband [zB. aus Perlen] ...
  • ΜΠΡΟΣΤΑ...μπροστά 1. μπροστά σε: a) vor: • το καθρεφτάκι που του έβαλαν μπροστά στο στόμα der kleine Spiegel, den sie ihm vor den Mund hielten [um zu überprüfen,...
  • ΜΥΑΛΟ, το...μυαλό, το Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. βάζω κάτι στο μυαλό μου (στο κεφάλι μου / στον νου μου) [bzw.] βάζω κάτι με το μυαλό μου (με τον νου μου) [bzw....
  • ΜΥΓΑ, η...μύγα, η 1. Grundbedeutung: die Fliege 2. δεν σηκώνω μύγα στο σπαθί μου ° δεν ανέχομαι άδικες κατηγορίες, πολλά-πολλά [ΑΓΝ, σ. 171] [bzw. (ähnlich)]:...
  • ΜΥΤΗ, η...μύτη, η 1. Grundbedeutung: die Nase 2. φυσώ τη μύτη μου ° sich die Nase putzen 3. σκάω μύτη: s. unter σκάζω (Z 4.1) ...
  • ΜΩΡΕ...μωρέ = Mensch [so die dt. Übersetzung des Ausdrucks in "Το τρίτο στεφάνι" von Κ. Ταχτσής] Το "μωρέ" είναι πολύ πιο ανεπίσημο από το "αγαπημένε"....
  • ΜΩΡΙΑΣ, ο...Μωριάς, ο s. Μοριάς, ο ...
  • ΝΑ (Ι) [Konjunktion]...να (Ι) [Konjunktion] Übersicht: 1. Beispiele für die Bedeutung "sollen" etc. 2. weitere Beispiele (allgemein) für die Wiedergabe im Deutschen: a) in Aussage-,...