BLUT, das
= το αίμα:
• jemandem Blut abnehmen [zB. einem Blutspender] ° παίρνω αίμα σε κάποιον // παίρνω αίμα από κάποιον
• sie nahmen ihm Blut ab [sc. dem Blutspender] ° του ’παιρναν [του έπαιρναν] αίμα
• Blut spenden ° δίνω αίμα // προσφέρω αίμα
• ein Rhythmus, der direkt ins Blut geht ° ένας ρυθμός που πηγαίνει κατ’ ευθείαν στο αίμα
• Sie haben den Tanz (= das Tanzen) im Blut. / Der Tanz liegt ihnen im Blut. ° Ο χορός είναι μες στο αίμα τους.
Weitere Wörter:
Vorher
- BLUMENBEET, das... = το παρτέρι (με λουλούδια) ...
- BLUMENERDE, die... [die man zB. für Zimmerpflanzen abgepackt kaufen kann] = το χώμα λουλουδιών ...
- BLUMENGESCHÄFT, das // BLUMENHANDLUNG, die... = το ανθοπωλείο ...
- BLUMENHÄNDLER, der / BLUMENHÄNDLERIN, die... 1) der Blumenhändler ° ο ανθοπώλης // ο ανθέμπορος * *[Anm.:...
- BLUMENKISTE, die [bzw.] BLUMENKASTEN, der... [auf Fenstern, Terrassen etc.] = η ζαρντινιέρα (των λουλουδιών) ...
- BLUMENSTRAUSS (Blumenstrauß), der... = η ανθοδέσμη // το μπουκέτο ...
- BLUMENTOPF, der... = η γλάστρα ...
- BLUMENVASE, die... = το ανθοδοχείο ...
- BLUMENVERKÄUFER, der / BLUMENVERKÄUFERIN, die... • der Blumenverkäufer [der zB. durch Restaurants geht, um Rosen zu verkaufen] ° ο ανθοπώλης [vgl. im Übrigen:...
- BLUSE, die... = η μπλούζα ...
Nachher:
- BLUTABNAHME, die... = η αιμοληψία ...
- BLUTBAD, das... [das zB. ein Terroranschlag angerichtet hat] = το λουτρό αίματος ...
- BLUTBEFLECKT... • die blutbefleckten (blutigen) Kleidungsstücke ° τα ματωμένα ρούχα ...
- BLUTDRUCK, der... 1) η πίεση του αίματος // η αρτηριακή πίεση // η πίεση:...
- BLUTDRUCK+... • der Blutdruckmesser / das Blutdruckmessgerät ° το πιεσόμετρο (αίματος) • die Blutdruckmessung ° η μέτρηση (της) πίεσης ...
- BLÜTE, die... 1) [einer Pflanze]: το άνθος 2) [iS von: das Blühen (wörtlich und metaphorisch)]: a) η άνθηση [bzw.] η άνθιση:...
- BLUTEN... 1) ματώνω: • Die Wunde blutet. ° Mατώνει η πληγή. • Meine Nase blutete. ° Mάτωσε η μύτη μου. 2) αιμορραγώ (-είς): • Die Wunde blutet....
- BLÜTENBLATT, das... • Blütenblätter ° πέταλα λουλουδιών ...
- BLÜTENWEISS (blütenweiß)... s. schneeweiß ...