σκορπίζω


1) [transitiv]:

• οι φλόγες [...] σκόρπιζαν άγριες λάμψεις  °  die Flammen […] streuten wilde Lichter aus // die Flammen […] tauchten die Umgebung in wilden Schimmer   [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]


2) [intransitiv]:

• Σκόρπισαν οι άνθρωποι και ρήμαξε ο τόπος.

Die Menschen verstreuten sich in alle Winde, und die Gegend [in der sie gelebt hatten] verödete. // Die Menschen zer­streuten sich in alle Welt [,] und der Ort verfiel.

[GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]

• τελικά η κατσαρίδα τρόμαξε και σκόρπισε

schließlich erschrak die Kakerlake [die zu­vor angefangen hatte, auf den Fuß des Mannes zu klettern] und verschwand

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• και μαζί κατσαρίδες καφετιές, που μόλις νιώσανε το χνότο του, σκορπίσαν μες στο πάπλωμα και πίσω απ’ τα μπουκάλια που είχαν κάποτε νερό

und [dazu (noch) mit] braunen Kakerlaken [war der Fußboden bedeckt], die sich so­fort, als sie seinen Atem rochen [sc. jenen des die Kammer betretenden Mannes], […] unter die Decke und hinter die ehemals vollen Wasserflaschen zurückzogen 

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

[Anm.: praktikable Übersetzungsalterna­ti­ve: 

{…}, die sofort {…} unter der Decke und hinter den ehemals vollen Wasser­flaschen verschwanden]

• Κι όταν ήπιαν όσα είχανε να πιούνε, σκορπίσαν μες στη νύχτα – άλλοι για ύπνο κι άλλοι για περισσότερο ποτό – [...]

Nachdem sie [in dem Londoner Pub] alles ge­trunken hatten, was es zu trinken gab, verliefen sie sich in der Nacht, die einen um schlafen zu gehen, die anderen um weiter­zutrinken; […]

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• όλες οι άλλες ιστορίες που του έλεγε ως τώρα σκόρπιζαν σαν καπνοί γύρω απ’ το πηγάδι

alle anderen Geschichten, die sie ihm bis dahin [beim Brunnen sitzend] er­zählt hatte, verflogen wie Rauch um den Brunnen [meta­phorisch in etwa iS von: diese Ge­schichten wurden (im Vergleich mit einer be­stimm­ten anderen) bedeutungslos]

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΣΚΕΨΗ, η...σκέψη, η η σκέψη + Gen. [bzw.] η σκέψη σου (του, ...): • η σκέψη του κυνηγού, και μόνο η σκέψη του, [...] der Gedanke an den [abwesen­den] Jäger,...
  • ΣΚΗΝΙΚΟ, το...σκηνικό, το [praktikable Übersetzung gegebenenfalls ev.:] die Lebensumstände σκηνικό θεάτρου ° Theaterkulisse* [bzw....
  • ΣΚΙΖΩ...σκίζω έσκισε! : χαρακτηρίζει ένα πολύ πετυχημένο αστείο ή φάση που θ’ αργήσει να ξεχαστεί (συνών.: έγραψε! // μέτρησε!) [ΑΓΝ, σ....
  • ΣΚΙΡΤΩ...σκιρτώ (-άς) • Η καρδιά μας σκίρτησε. ° Mein [richtig: Unser] Herz machte einen Freudensprung. [als wir in die Nähe unserer Heimatdorfes kamen] [GF+DF aus:...
  • ΣΚΟΙΝΙ, το [bzw.] ΣΧΟΙΝΙ, το...σκοινί, το [bzw.] σχοινί, το σκοινί-κορδόνι ° συνέχεια – Συνήθως λέγεται: το παίρνω σκοινί-κορδόνι: κάνω κάτι που επαναλαμβάνεται και που διαρκεί πολύ [ΛΔΗ, σ....
  • ΣΚΟΛΝΩ...σκολνώ (-άς) s. σχολώ ...
  • ΣΚΟΛΩ...σκολώ (-άς) s. σχολώ ...
  • ΣΚΟΝΑΚΙ, το...σκονάκι, το • Θυμάσαι το σκονάκι που μου πέρασες στο διαγώνισμα της χημείας [...]; ° Erinnerst du dich noch an den Spickzettel,...
  • ΣΚΟΠΙΑ, η...σκοπιά, η = [u.a.:] das Häuschen (Hüttchen), das einem Wachtposten (zB. vor einer Kaserne) als Unterstand dient ...
  • ΣΚΟΠΟΣ, ο...σκοπός, ο με σκοπό να: • ήταν μια ψεύτικη είδηση με σκοπό να σπείρει την σύγχυση ° es war eine falsche Nachricht [die verbreitet wurde],...
Nachher:
  • ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΖΩ...σκοτεινιάζω • Σκοτείνιασε ο γέρος. ° Die Miene des Alten verfinsterte sich. [GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus:...
  • ΣΚΟΤΙΖΩ...σκοτίζω σκοτίστηκα: • Από μέσα του είπε: Σκοτίστηκα για το αν είναι σοβαρά [πράγματα αυτά]. Σκοτίστηκα. ° Bei sich [sc....
  • ΣΚΟΤΩΜΟΣ, ο...σκοτωμός, ο του σκοτωμού: • Οδηγούσε του σκοτωμού. ° Sie fuhr [Auto] wie der Teufel. [sc. so schnell und riskant] [GF+DF aus:...
  • ΣΚΟΤΩΝΩ...σκοτώνω 1. Grundbedeutung: töten; umbringen 2. σκοτώνομαι in übertragener Bedeutung: (μεταφ.): πασχίζω πολύ,...
  • ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙ, το...σκουλαρίκι, το = der Ohrring [Anm.: το σκουλαρίκι ist zu unterscheiden von: το σκουλήκι !] ...
  • ΣΚΟΥΛΗΚΙ, το...σκουλήκι, το [Anm.: το σκουλήκι ist zu unterscheiden von: το σκουλαρίκι !] 1. Grundbedeutung: der Wurm 2. [als geringschätzige Bezeichnung eines Menschen]:...
  • ΣΚΥΒΩ...σκύβω 1. [allgemein]: • [...], έβγαινε στο δρόμο, έσκυβε το κεφάλι του κάτω χαμηλά και προχώραγε αργά αργά, ίσα που κουνιόταν. ° [...],...
  • ΣΚΥΛΟ+ [als Vorsilbe eines Verbs] ...σκυλο+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Σκυλοβαριόμουν. ° I was so bored. ° Ich hab mich so(o) gelangweilt. [Ton] [bzw.] Mir war langweilig....
  • ΣΜΙΓΩ...σμίγω σμίγω τα φρύδια: • σαν την κοιτάξω πολύ, σμίγει τα φρύδια wenn ich sie [die junge Frau] lange an­schaue, zieht sie die Brauen zusammen [GF+DF aus:...