σμίγω
σμίγω τα φρύδια:
• σαν την κοιτάξω πολύ, σμίγει τα φρύδια |
wenn ich sie [die junge Frau] lange anschaue, zieht sie die Brauen zusammen [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• εκείνος έσμιξε τα φρύδια του |
der [sc. der Mann] zog die Augenbrauen zusammen [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Η γυναίκα του Ίβο έσμιξε τα φρύδια και με σέρβιρε. |
Ivos Frau zog die Brauen zusammen und goss mir [Tee] ein. [GF+DF aus: Όσες φορές] |
• τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια |
sie betrachtete ihn mit zusammengezogenen Augenbrauen [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
• θα έσμιγε τα φρυδάκια της |
[deine Schwester] würde […] ihre kleinen Brauen zusammenkneifen [als Ausdruck des Unmuts] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
Weitere Wörter:
Vorher
- ΣΚΟΠΟΣ, ο...σκοπός, ο με σκοπό να: • ήταν μια ψεύτικη είδηση με σκοπό να σπείρει την σύγχυση ° es war eine falsche Nachricht [die verbreitet wurde],...
- ΣΚΟΡΠΙΖΩ...σκορπίζω 1) [transitiv]: • οι φλόγες [......
- ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΖΩ...σκοτεινιάζω • Σκοτείνιασε ο γέρος. ° Die Miene des Alten verfinsterte sich. [GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus:...
- ΣΚΟΤΙΖΩ...σκοτίζω σκοτίστηκα: • Από μέσα του είπε: Σκοτίστηκα για το αν είναι σοβαρά [πράγματα αυτά]. Σκοτίστηκα. ° Bei sich [sc....
- ΣΚΟΤΩΜΟΣ, ο...σκοτωμός, ο του σκοτωμού: • Οδηγούσε του σκοτωμού. ° Sie fuhr [Auto] wie der Teufel. [sc. so schnell und riskant] [GF+DF aus:...
- ΣΚΟΤΩΝΩ...σκοτώνω 1. Grundbedeutung: töten; umbringen 2. σκοτώνομαι in übertragener Bedeutung: (μεταφ.): πασχίζω πολύ,...
- ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙ, το...σκουλαρίκι, το = der Ohrring [Anm.: το σκουλαρίκι ist zu unterscheiden von: το σκουλήκι !] ...
- ΣΚΟΥΛΗΚΙ, το...σκουλήκι, το [Anm.: το σκουλήκι ist zu unterscheiden von: το σκουλαρίκι !] 1. Grundbedeutung: der Wurm 2. [als geringschätzige Bezeichnung eines Menschen]:...
- ΣΚΥΒΩ...σκύβω 1. [allgemein]: • [...], έβγαινε στο δρόμο, έσκυβε το κεφάλι του κάτω χαμηλά και προχώραγε αργά αργά, ίσα που κουνιόταν. ° [...],...
- ΣΚΥΛΟ+ [als Vorsilbe eines Verbs] ...σκυλο+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Σκυλοβαριόμουν. ° I was so bored. ° Ich hab mich so(o) gelangweilt. [Ton] [bzw.] Mir war langweilig....
Nachher:
- ΣΟΒΑΡΟΣ, -ή, -ό...σοβαρός, -ή, -ό • Υπήρχε σοβαρός λόγος. ° Dafür gab es einen wichtigen Grund. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...
- ΣΟΡΟΣ, η...σορός, η [Anm.: η – also Femininum!] 1. Bedeutungen: a) der Leichnam:...
- ΣΟΥΒΛΑΤΖΗΔΙΚΟ, το...σουβλατζήδικο, το [so die Schreibweise zB. bei ΛΜΠ und Χαρίλαος Δημητρακόπουλος] (auch: το σουβλατζίδικο // το σουβλατσίδικο) = ~Lokal bzw. Stand,...
- ΣΟΥΡΝΩ...σούρνω = [volkstümlich für:] σέρνω ...
- ΣΟΥΡΟΥΠΟ, το...σούρουπο, το (Gen.: του σούρουπου) = die Abenddämmerung ...
- ΣΠΑΖΩ...σπάζω [bzw.] σπάω 1....
- ΣΠΑΣΤΟΣ, -ή, -ό...σπαστός, -ή, -ό • τα σπαστά καστανά μαλλιά της ° ihr leicht gewelltes braunes Haar [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • με κόκκινα σπαστά μαλλιά ° mit rotem,...
- ΣΠΑΩ...σπάω s. σπάζω ...
- ΣΠΕΥΔΩ...σπεύδω • [...], ενώ η μητέρα μου έσπευσε να βάλει στην άκρη το κέικ […], während meine Mutter eilig den [am Tisch stehenden] Kuchen zur Seite schob [DF+GF aus:...