σουβλατζήδικο, το
[so die Schreibweise zB. bei ΛΜΠ und Χαρίλαος Δημητρακόπουλος]
(auch: το σουβλατζίδικο // το σουβλατσίδικο)
= ~Lokal bzw. Stand, wo σουβλάκι verkauft wird
Weitere Wörter:
Vorher
- ΣΚΟΤΙΖΩ...σκοτίζω σκοτίστηκα: • Από μέσα του είπε: Σκοτίστηκα για το αν είναι σοβαρά [πράγματα αυτά]. Σκοτίστηκα. ° Bei sich [sc....
- ΣΚΟΤΩΜΟΣ, ο...σκοτωμός, ο του σκοτωμού: • Οδηγούσε του σκοτωμού. ° Sie fuhr [Auto] wie der Teufel. [sc. so schnell und riskant] [GF+DF aus:...
- ΣΚΟΤΩΝΩ...σκοτώνω 1. Grundbedeutung: töten; umbringen 2. σκοτώνομαι in übertragener Bedeutung: (μεταφ.): πασχίζω πολύ,...
- ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙ, το...σκουλαρίκι, το = der Ohrring [Anm.: το σκουλαρίκι ist zu unterscheiden von: το σκουλήκι !] ...
- ΣΚΟΥΛΗΚΙ, το...σκουλήκι, το [Anm.: το σκουλήκι ist zu unterscheiden von: το σκουλαρίκι !] 1. Grundbedeutung: der Wurm 2. [als geringschätzige Bezeichnung eines Menschen]:...
- ΣΚΥΒΩ...σκύβω 1. [allgemein]: • [...], έβγαινε στο δρόμο, έσκυβε το κεφάλι του κάτω χαμηλά και προχώραγε αργά αργά, ίσα που κουνιόταν. ° [...],...
- ΣΚΥΛΟ+ [als Vorsilbe eines Verbs] ...σκυλο+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Σκυλοβαριόμουν. ° I was so bored. ° Ich hab mich so(o) gelangweilt. [Ton] [bzw.] Mir war langweilig....
- ΣΜΙΓΩ...σμίγω σμίγω τα φρύδια: • σαν την κοιτάξω πολύ, σμίγει τα φρύδια wenn ich sie [die junge Frau] lange anschaue, zieht sie die Brauen zusammen [GF+DF aus:...
- ΣΟΒΑΡΟΣ, -ή, -ό...σοβαρός, -ή, -ό • Υπήρχε σοβαρός λόγος. ° Dafür gab es einen wichtigen Grund. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...
- ΣΟΡΟΣ, η...σορός, η [Anm.: η – also Femininum!] 1. Bedeutungen: a) der Leichnam:...
Nachher:
- ΣΟΥΡΝΩ...σούρνω = [volkstümlich für:] σέρνω ...
- ΣΟΥΡΟΥΠΟ, το...σούρουπο, το (Gen.: του σούρουπου) = die Abenddämmerung ...
- ΣΠΑΖΩ...σπάζω [bzw.] σπάω 1....
- ΣΠΑΣΤΟΣ, -ή, -ό...σπαστός, -ή, -ό • τα σπαστά καστανά μαλλιά της ° ihr leicht gewelltes braunes Haar [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • με κόκκινα σπαστά μαλλιά ° mit rotem,...
- ΣΠΑΩ...σπάω s. σπάζω ...
- ΣΠΕΥΔΩ...σπεύδω • [...], ενώ η μητέρα μου έσπευσε να βάλει στην άκρη το κέικ […], während meine Mutter eilig den [am Tisch stehenden] Kuchen zur Seite schob [DF+GF aus:...
- ΣΠΙΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...σπιτικός, -ή, -ό • ένα σπιτικό γλυκό ° einen selbstgebackenen Kuchen [Akk.] [GF+DF aus: Σκούρτης:...
- ΣΠΟΥΔΑΖΩ...σπουδάζω σπουδάζω κάποιον ° jemanden studieren lassen – zB.: • Είχα πάντα το όνειρο να τη σπουδάσω και πάντως να τελειώσει οπωσδήποτε το λύκειο....
- ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ, ο...σπουδαστής, ο 1. Beispiele: • οι σπουδαστές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας • ο 23χρονος σπουδαστής της γυμναστικής ακαδημίας Γιώργος Τσανίδης • ο Αθανάσιος Α.,...