σπουδάζω


σπουδάζω κάποιον  °  jemanden studieren lassen – zB.: 

• Είχα πάντα το όνειρο να τη σπουδάσω και πάντως να τελειώσει οπωσδήποτε το λύκειο.  °  Ich hatte immer den [Wunsch-]Traum, dass ich sie [sc. meine Tochter] stu­die­ren lasse und dass sie jedenfalls unbedingt das λύκειο abschließt.

• είχε καημό να σπουδάσει ένα του γιο αρχαιολόγο  °  er hatte den sehnlichen Wunsch, einen seiner Söhne Archäologie studieren zu lassen  [GF+DF aus: Ταχτσής: Στεφάνι]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΣΟΒΑΡΟΣ, -ή, -ό...σοβαρός, -ή, -ό • Υπήρχε σοβαρός λόγος. ° Dafür gab es einen wichtigen Grund. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...
  • ΣΟΡΟΣ, η...σορός, η [Anm.: η – also Femininum!] 1. Bedeutungen: a) der Leichnam:...
  • ΣΟΥΒΛΑΤΖΗΔΙΚΟ, το...σουβλατζήδικο, το [so die Schreibweise zB. bei ΛΜΠ und Χαρίλαος Δημητρακόπουλος] (auch: το σουβλατζίδικο // το σουβλατσίδικο) = ~Lokal bzw. Stand,...
  • ΣΟΥΡΝΩ...σούρνω = [volkstümlich für:] σέρνω ...
  • ΣΟΥΡΟΥΠΟ, το...σούρουπο, το (Gen.: του σούρουπου) = die Abenddämmerung ...
  • ΣΠΑΖΩ...σπάζω [bzw.] σπάω 1....
  • ΣΠΑΣΤΟΣ, -ή, -ό...σπαστός, -ή, -ό • τα σπαστά καστανά μαλλιά της ° ihr leicht gewelltes braunes Haar [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • με κόκκινα σπαστά μαλλιά ° mit rotem,...
  • ΣΠΑΩ...σπάω s. σπάζω ...
  • ΣΠΕΥΔΩ...σπεύδω • [...], ενώ η μητέρα μου έσπευσε να βάλει στην άκρη το κέικ […], während meine Mutter eilig den [am Tisch stehenden] Kuchen zur Seite schob [DF+GF aus:...
  • ΣΠΙΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...σπιτικός, -ή, -ό • ένα σπιτικό γλυκό ° einen selbstgebackenen Kuchen [Akk.] [GF+DF aus: Σκούρτης:...
Nachher:
  • ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ, ο...σπουδαστής, ο 1. Beispiele: • οι σπουδαστές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας • ο 23χρονος σπουδαστής της γυμναστικής ακαδημίας Γιώργος Τσανίδης • ο Αθανάσιος Α.,...
  • ΣΤΑΖΩ...στάζω • κάτω από την τσίγκινη στέγη που έσταζε βροχή ° unter dem Zinkdach, von dem das Regenwasser tropfte [GF+DF aus:...
  • ΣΤΑΘΜΟΣ, ο...σταθμός, ο = [u.a.] der Meilenstein / der Markstein [sc. ein (ganz) wesentliches Ereignis im Rah­men eines Ent­wicklungsprozesses] ...
  • ΣΤΑΜΑΤΩ...σταματώ (-άς) • Ο Μπατής σταμάτησε πάλι το λόγο του και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το μπουκάλι....
  • ΣΤΑΣΟΥ...στάσου s. unter στέκομαι / στέκω ...
  • ΣΤΑΥΡΟΣ, ο...σταυρός, ο 1. κάνω τον σταυρό μου: a) Funktionen [der entsprechenden Handbewegung]: - παράκληση - όρκος [s. Ι. Αντωνίου-Κρητικού: Επικοινωνώ στα Ελληνικά,...
  • ΣΤΑΥΡΩΝΩ...σταυρώνω 1. Grundbedeutung: kreuzigen 2.1. σταυρώνω τα χέρια: a) in wörtlicher Bedeutung: • Ακουμπάει στον τοίχο και σταυρώνει τα χέρια....
  • ΣΤΑΥΡΩΤΟΣ, -ή, -ό...σταυρωτός, -ή, -ό 1. [allgemein]:...
  • ΣΤΕΚΙ, το...στέκι, το • γιατί εκτός που ξέρει όλες τις ταβέρνες, από κοσμι­κές και "στέκια" μέχρι κουτούκια, [...] denn abgesehen davon,...