σορός, η
[Anm.: η – also Femininum!]
1. Bedeutungen:
a) der Leichnam:
• Ο Ζακ Λακαριέρ είχε εκφράσει την επιθυμία η σορός του να αποτεφρωθεί και οι στάχτες του να σκορπιστούν στην Ελλάδα. ° Jacques Lacarrière [französischer Schriftsteller] hatte den Wunsch geäußert, dass sein Leichnam eingeäschert und seine Asche in Griechenland verstreut wird.
• Το φέρετρο με τη σορό του Προέδρου της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες περιφέρεται στους δρόμους του Καράκας. ° Der Sarg mit dem Leichnam des venezolanischen Präsidenten Hugo Chavez wird [auf einem Auto] durch die Straßen von Caracas geführt.
b) der Sarg
2. weiters zur Bedeutung und Verwendung des Begriffs [Ε. Μαρινόπουλος: 100 γλωσσικά θέματα, S 146 f.]:
- "Σορός" κυριολεκτικώς σημαίνει τεφροδόχος/σαρκοφάγος, φέρετρο, νεκροθήκη / (κατά συνεκδοχή) νεκρός, πτώμα.
- "Όλοι οι σοροί θα μεταφερθούν στο νεκροτομείο, όπου ...". Τάδε έφη υφυπουργός για τους αδικοχαμένους συνανθρώπους μας κατά το αεροπορικό δυστύχημα της 14ης Αυγούστου.
Τι τις θέλατε τις σορούς, κύριε υφυπουργέ, και δεν λέγατε "τα πτώματα" ή "οι νεκροί", για να μην κάνετε το λάθος; [...]
[...] η ορθή διατύπωση είναι: "Όλες οι σοροί θα μεταφερθούν στο νεκροτομείο" [...].
Η σορός παραμένει θηλυκό ουσιαστικό εδώ και 3.000 χρόνια.
3. Sonstiges:
Anm.: η σορός ist zu unterscheiden von: ο σωρός (= der Haufen / der Stoß)!
Weitere Wörter:
- ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΖΩ...σκοτεινιάζω • Σκοτείνιασε ο γέρος. ° Die Miene des Alten verfinsterte sich. [GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus:...
- ΣΚΟΤΙΖΩ...σκοτίζω σκοτίστηκα: • Από μέσα του είπε: Σκοτίστηκα για το αν είναι σοβαρά [πράγματα αυτά]. Σκοτίστηκα. ° Bei sich [sc....
- ΣΚΟΤΩΜΟΣ, ο...σκοτωμός, ο του σκοτωμού: • Οδηγούσε του σκοτωμού. ° Sie fuhr [Auto] wie der Teufel. [sc. so schnell und riskant] [GF+DF aus:...
- ΣΚΟΤΩΝΩ...σκοτώνω 1. Grundbedeutung: töten; umbringen 2. σκοτώνομαι in übertragener Bedeutung: (μεταφ.): πασχίζω πολύ,...
- ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙ, το...σκουλαρίκι, το = der Ohrring [Anm.: το σκουλαρίκι ist zu unterscheiden von: το σκουλήκι !] ...
- ΣΚΟΥΛΗΚΙ, το...σκουλήκι, το [Anm.: το σκουλήκι ist zu unterscheiden von: το σκουλαρίκι !] 1. Grundbedeutung: der Wurm 2. [als geringschätzige Bezeichnung eines Menschen]:...
- ΣΚΥΒΩ...σκύβω 1. [allgemein]: • [...], έβγαινε στο δρόμο, έσκυβε το κεφάλι του κάτω χαμηλά και προχώραγε αργά αργά, ίσα που κουνιόταν. ° [...],...
- ΣΚΥΛΟ+ [als Vorsilbe eines Verbs] ...σκυλο+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Σκυλοβαριόμουν. ° I was so bored. ° Ich hab mich so(o) gelangweilt. [Ton] [bzw.] Mir war langweilig....
- ΣΜΙΓΩ...σμίγω σμίγω τα φρύδια: • σαν την κοιτάξω πολύ, σμίγει τα φρύδια wenn ich sie [die junge Frau] lange anschaue, zieht sie die Brauen zusammen [GF+DF aus:...
- ΣΟΒΑΡΟΣ, -ή, -ό...σοβαρός, -ή, -ό • Υπήρχε σοβαρός λόγος. ° Dafür gab es einen wichtigen Grund. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...
- ΣΟΥΒΛΑΤΖΗΔΙΚΟ, το...σουβλατζήδικο, το [so die Schreibweise zB. bei ΛΜΠ und Χαρίλαος Δημητρακόπουλος] (auch: το σουβλατζίδικο // το σουβλατσίδικο) = ~Lokal bzw. Stand,...
- ΣΟΥΡΝΩ...σούρνω = [volkstümlich für:] σέρνω ...
- ΣΟΥΡΟΥΠΟ, το...σούρουπο, το (Gen.: του σούρουπου) = die Abenddämmerung ...
- ΣΠΑΖΩ...σπάζω [bzw.] σπάω 1....
- ΣΠΑΣΤΟΣ, -ή, -ό...σπαστός, -ή, -ό • τα σπαστά καστανά μαλλιά της ° ihr leicht gewelltes braunes Haar [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • με κόκκινα σπαστά μαλλιά ° mit rotem,...
- ΣΠΑΩ...σπάω s. σπάζω ...
- ΣΠΕΥΔΩ...σπεύδω • [...], ενώ η μητέρα μου έσπευσε να βάλει στην άκρη το κέικ […], während meine Mutter eilig den [am Tisch stehenden] Kuchen zur Seite schob [DF+GF aus:...
- ΣΠΙΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...σπιτικός, -ή, -ό • ένα σπιτικό γλυκό ° einen selbstgebackenen Kuchen [Akk.] [GF+DF aus: Σκούρτης:...
- ΣΠΟΥΔΑΖΩ...σπουδάζω σπουδάζω κάποιον ° jemanden studieren lassen – zB.: • Είχα πάντα το όνειρο να τη σπουδάσω και πάντως να τελειώσει οπωσδήποτε το λύκειο....