σκοτίζω
σκοτίστηκα:
• Από μέσα του είπε: Σκοτίστηκα για το αν είναι σοβαρά [πράγματα αυτά]. Σκοτίστηκα. ° Bei sich [sc. ohne es gegenüber seinem Gesprächspartner zu äußern] dachte er: Mir doch egal, ob sie ernst zu nehmen sind [sc. die Dinge (τα πράγματα) mit denen sich diese Künstlergruppe beschäftigt]. Mir doch egal. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΣΚΙΖΩ...σκίζω έσκισε! : χαρακτηρίζει ένα πολύ πετυχημένο αστείο ή φάση που θ’ αργήσει να ξεχαστεί (συνών.: έγραψε! // μέτρησε!) [ΑΓΝ, σ....
- ΣΚΙΡΤΩ...σκιρτώ (-άς) • Η καρδιά μας σκίρτησε. ° Mein [richtig: Unser] Herz machte einen Freudensprung. [als wir in die Nähe unserer Heimatdorfes kamen] [GF+DF aus:...
- ΣΚΟΙΝΙ, το [bzw.] ΣΧΟΙΝΙ, το...σκοινί, το [bzw.] σχοινί, το σκοινί-κορδόνι ° συνέχεια – Συνήθως λέγεται: το παίρνω σκοινί-κορδόνι: κάνω κάτι που επαναλαμβάνεται και που διαρκεί πολύ [ΛΔΗ, σ....
- ΣΚΟΛΝΩ...σκολνώ (-άς) s. σχολώ ...
- ΣΚΟΛΩ...σκολώ (-άς) s. σχολώ ...
- ΣΚΟΝΑΚΙ, το...σκονάκι, το • Θυμάσαι το σκονάκι που μου πέρασες στο διαγώνισμα της χημείας [...]; ° Erinnerst du dich noch an den Spickzettel,...
- ΣΚΟΠΙΑ, η...σκοπιά, η = [u.a.:] das Häuschen (Hüttchen), das einem Wachtposten (zB. vor einer Kaserne) als Unterstand dient ...
- ΣΚΟΠΟΣ, ο...σκοπός, ο με σκοπό να: • ήταν μια ψεύτικη είδηση με σκοπό να σπείρει την σύγχυση ° es war eine falsche Nachricht [die verbreitet wurde],...
- ΣΚΟΡΠΙΖΩ...σκορπίζω 1) [transitiv]: • οι φλόγες [......
- ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΖΩ...σκοτεινιάζω • Σκοτείνιασε ο γέρος. ° Die Miene des Alten verfinsterte sich. [GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus:...
Nachher:
- ΣΚΟΤΩΜΟΣ, ο...σκοτωμός, ο του σκοτωμού: • Οδηγούσε του σκοτωμού. ° Sie fuhr [Auto] wie der Teufel. [sc. so schnell und riskant] [GF+DF aus:...
- ΣΚΟΤΩΝΩ...σκοτώνω 1. Grundbedeutung: töten; umbringen 2. σκοτώνομαι in übertragener Bedeutung: (μεταφ.): πασχίζω πολύ,...
- ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙ, το...σκουλαρίκι, το = der Ohrring [Anm.: το σκουλαρίκι ist zu unterscheiden von: το σκουλήκι !] ...
- ΣΚΟΥΛΗΚΙ, το...σκουλήκι, το [Anm.: το σκουλήκι ist zu unterscheiden von: το σκουλαρίκι !] 1. Grundbedeutung: der Wurm 2. [als geringschätzige Bezeichnung eines Menschen]:...
- ΣΚΥΒΩ...σκύβω 1. [allgemein]: • [...], έβγαινε στο δρόμο, έσκυβε το κεφάλι του κάτω χαμηλά και προχώραγε αργά αργά, ίσα που κουνιόταν. ° [...],...
- ΣΚΥΛΟ+ [als Vorsilbe eines Verbs] ...σκυλο+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Σκυλοβαριόμουν. ° I was so bored. ° Ich hab mich so(o) gelangweilt. [Ton] [bzw.] Mir war langweilig....
- ΣΜΙΓΩ...σμίγω σμίγω τα φρύδια: • σαν την κοιτάξω πολύ, σμίγει τα φρύδια wenn ich sie [die junge Frau] lange anschaue, zieht sie die Brauen zusammen [GF+DF aus:...
- ΣΟΒΑΡΟΣ, -ή, -ό...σοβαρός, -ή, -ό • Υπήρχε σοβαρός λόγος. ° Dafür gab es einen wichtigen Grund. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...
- ΣΟΡΟΣ, η...σορός, η [Anm.: η – also Femininum!] 1. Bedeutungen: a) der Leichnam:...