σοβαρός, -ή, -ό


• Υπήρχε σοβαρός λόγος.  °  Dafür gab es einen wichtigen Grund.   [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΣΚΟΡΠΙΖΩ...σκορπίζω 1) [transitiv]: • οι φλόγες [......
  • ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΖΩ...σκοτεινιάζω • Σκοτείνιασε ο γέρος. ° Die Miene des Alten verfinsterte sich. [GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus:...
  • ΣΚΟΤΙΖΩ...σκοτίζω σκοτίστηκα: • Από μέσα του είπε: Σκοτίστηκα για το αν είναι σοβαρά [πράγματα αυτά]. Σκοτίστηκα. ° Bei sich [sc....
  • ΣΚΟΤΩΜΟΣ, ο...σκοτωμός, ο του σκοτωμού: • Οδηγούσε του σκοτωμού. ° Sie fuhr [Auto] wie der Teufel. [sc. so schnell und riskant] [GF+DF aus:...
  • ΣΚΟΤΩΝΩ...σκοτώνω 1. Grundbedeutung: töten; umbringen 2. σκοτώνομαι in übertragener Bedeutung: (μεταφ.): πασχίζω πολύ,...
  • ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙ, το...σκουλαρίκι, το = der Ohrring [Anm.: το σκουλαρίκι ist zu unterscheiden von: το σκουλήκι !] ...
  • ΣΚΟΥΛΗΚΙ, το...σκουλήκι, το [Anm.: το σκουλήκι ist zu unterscheiden von: το σκουλαρίκι !] 1. Grundbedeutung: der Wurm 2. [als geringschätzige Bezeichnung eines Menschen]:...
  • ΣΚΥΒΩ...σκύβω 1. [allgemein]: • [...], έβγαινε στο δρόμο, έσκυβε το κεφάλι του κάτω χαμηλά και προχώραγε αργά αργά, ίσα που κουνιόταν. ° [...],...
  • ΣΚΥΛΟ+ [als Vorsilbe eines Verbs] ...σκυλο+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Σκυλοβαριόμουν. ° I was so bored. ° Ich hab mich so(o) gelangweilt. [Ton] [bzw.] Mir war langweilig....
  • ΣΜΙΓΩ...σμίγω σμίγω τα φρύδια: • σαν την κοιτάξω πολύ, σμίγει τα φρύδια wenn ich sie [die junge Frau] lange an­schaue, zieht sie die Brauen zusammen [GF+DF aus:...
Nachher:
  • ΣΟΡΟΣ, η...σορός, η [Anm.: η – also Femininum!] 1. Bedeutungen: a) der Leichnam:...
  • ΣΟΥΒΛΑΤΖΗΔΙΚΟ, το...σουβλατζήδικο, το [so die Schreibweise zB. bei ΛΜΠ und Χαρίλαος Δημητρακόπουλος] (auch: το σουβλατζίδικο // το σουβλατσίδικο) = ~Lokal bzw. Stand,...
  • ΣΟΥΡΝΩ...σούρνω = [volkstümlich für:] σέρνω ...
  • ΣΟΥΡΟΥΠΟ, το...σούρουπο, το (Gen.: του σούρουπου) = die Abenddämmerung ...
  • ΣΠΑΖΩ...σπάζω [bzw.] σπάω 1....
  • ΣΠΑΣΤΟΣ, -ή, -ό...σπαστός, -ή, -ό • τα σπαστά καστανά μαλλιά της ° ihr leicht gewelltes braunes Haar [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • με κόκκινα σπαστά μαλλιά ° mit rotem,...
  • ΣΠΑΩ...σπάω s. σπάζω ...
  • ΣΠΕΥΔΩ...σπεύδω • [...], ενώ η μητέρα μου έσπευσε να βάλει στην άκρη το κέικ […], während meine Mutter eilig den [am Tisch stehenden] Kuchen zur Seite schob [DF+GF aus:...
  • ΣΠΙΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...σπιτικός, -ή, -ό • ένα σπιτικό γλυκό ° einen selbstgebackenen Kuchen [Akk.] [GF+DF aus: Σκούρτης:...