σπουδαστής, ο
1. Beispiele:
• οι σπουδαστές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας
• ο 23χρονος σπουδαστής της γυμναστικής ακαδημίας Γιώργος Τσανίδης
• ο Αθανάσιος Α., 17 χρονών, σπουδαστής τεχνικής σχολής
2. Zum Verhältnis der Begriffe σπουδαστής und φοιτητής:
• Οι όροι ... έγιναν εν τω μεταξύ αιτία για τη δημιουργία βίαιων επεισοδίων μεταξύ των φοιτητών πανεπιστημίου της κεντρικής Νιγηρίας αλλά και σπουδαστών κολεγίου της χώρας. [aus einer Zeitungsmeldung über Unruhen in Nigeria]
• Μεταξύ των Ελλήνων επικρατούσε η έκφραση "σπουδαστές", για όσους φοιτούσαν στο Πολυτεχνείο, και "φοιτητές" για τους αντίστοιχους του Πανεπιστημίου. [Anm.: Πολυτεχνείο = Technische Hochschule (Graz)] [Δ. Μπουλούμπασης: Γκρατς, σ. 11 (betreffend die Studierenden in Graz)]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΣΟΡΟΣ, η...σορός, η [Anm.: η – also Femininum!] 1. Bedeutungen: a) der Leichnam:...
- ΣΟΥΒΛΑΤΖΗΔΙΚΟ, το...σουβλατζήδικο, το [so die Schreibweise zB. bei ΛΜΠ und Χαρίλαος Δημητρακόπουλος] (auch: το σουβλατζίδικο // το σουβλατσίδικο) = ~Lokal bzw. Stand,...
- ΣΟΥΡΝΩ...σούρνω = [volkstümlich für:] σέρνω ...
- ΣΟΥΡΟΥΠΟ, το...σούρουπο, το (Gen.: του σούρουπου) = die Abenddämmerung ...
- ΣΠΑΖΩ...σπάζω [bzw.] σπάω 1....
- ΣΠΑΣΤΟΣ, -ή, -ό...σπαστός, -ή, -ό • τα σπαστά καστανά μαλλιά της ° ihr leicht gewelltes braunes Haar [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • με κόκκινα σπαστά μαλλιά ° mit rotem,...
- ΣΠΑΩ...σπάω s. σπάζω ...
- ΣΠΕΥΔΩ...σπεύδω • [...], ενώ η μητέρα μου έσπευσε να βάλει στην άκρη το κέικ […], während meine Mutter eilig den [am Tisch stehenden] Kuchen zur Seite schob [DF+GF aus:...
- ΣΠΙΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...σπιτικός, -ή, -ό • ένα σπιτικό γλυκό ° einen selbstgebackenen Kuchen [Akk.] [GF+DF aus: Σκούρτης:...
- ΣΠΟΥΔΑΖΩ...σπουδάζω σπουδάζω κάποιον ° jemanden studieren lassen – zB.: • Είχα πάντα το όνειρο να τη σπουδάσω και πάντως να τελειώσει οπωσδήποτε το λύκειο....
Nachher:
- ΣΤΑΖΩ...στάζω • κάτω από την τσίγκινη στέγη που έσταζε βροχή ° unter dem Zinkdach, von dem das Regenwasser tropfte [GF+DF aus:...
- ΣΤΑΘΜΟΣ, ο...σταθμός, ο = [u.a.] der Meilenstein / der Markstein [sc. ein (ganz) wesentliches Ereignis im Rahmen eines Entwicklungsprozesses] ...
- ΣΤΑΜΑΤΩ...σταματώ (-άς) • Ο Μπατής σταμάτησε πάλι το λόγο του και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το μπουκάλι....
- ΣΤΑΣΟΥ...στάσου s. unter στέκομαι / στέκω ...
- ΣΤΑΥΡΟΣ, ο...σταυρός, ο 1. κάνω τον σταυρό μου: a) Funktionen [der entsprechenden Handbewegung]: - παράκληση - όρκος [s. Ι. Αντωνίου-Κρητικού: Επικοινωνώ στα Ελληνικά,...
- ΣΤΑΥΡΩΝΩ...σταυρώνω 1. Grundbedeutung: kreuzigen 2.1. σταυρώνω τα χέρια: a) in wörtlicher Bedeutung: • Ακουμπάει στον τοίχο και σταυρώνει τα χέρια....
- ΣΤΑΥΡΩΤΟΣ, -ή, -ό...σταυρωτός, -ή, -ό 1. [allgemein]:...
- ΣΤΕΚΙ, το...στέκι, το • γιατί εκτός που ξέρει όλες τις ταβέρνες, από κοσμικές και "στέκια" μέχρι κουτούκια, [...] denn abgesehen davon,...
- ΣΤΕΚΟΜΑΙ [bzw.] ΣΤΕΚΩ...στέκομαι [bzw.] στέκω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. Spezialbedeutungen: sich erweisen als // sein // [Glück etc.] haben 3....