σταυρώνω
1. Grundbedeutung: kreuzigen
2.1. σταυρώνω τα χέρια:
a) in wörtlicher Bedeutung:
• Ακουμπάει στον τοίχο και σταυρώνει τα χέρια. |
Er lehnt sich an die Wand und verschränkt die Arme. [DF+GF aus: Schulze: Simple Storys] |
• Ο Κρις σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. // Ο Κρις σταύρωσε τα χέρια μπροστά απ’ το στήθος. |
Chris verschränkte die Arme vor der Brust. |
• Η Ελβίρα έχει καθίσει στον καναπέ, και έχει σταυρώσει τα χέρια στην ποδιά της. |
Elvira hat sich auf die Couch gesetzt, die Hände im Schoß verschränkt. [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• Δυο κρεβάτια πιο πέρα η ηλικιωμένη γυναίκα κοιμόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. |
Zwei Betten weiter [im Spitalszimmer] schlief die alte Frau, die Arme auf der Brust verschränkt. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
b) in metaphorischer Bedeutung (σταυρωμένα χέρια):
Συνήθως λέγεται: κάθομαι ή στέκομαι με σταυρωμένα χέρια ή "έχω τα χέρια μου σταυρωμένα" και σημαίνει: δεν κάνω τίποτα / είμαι άπρακτος / ραθυμώ / αδρανώ [ΛΔΗ]
π.χ.:
• Αλέκο, κάνε και ’σύ κάτι, μην κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια. [ΛΔΗ] |
--- |
• […] πως, όλους αυτούς τους μήνες [...], η Μύρα δεν περίμενε με σταυρωμένα χέρια το φαγητό της. Το κέρδιζε μες στο σπίτι του Χριστόφορου κάνοντας ό,τι δουλειές τής έδιναν, [...] |
[…], dass Mira all die Monate […] nicht untätig auf ihr Essen wartete. Sie verdiente ihr Essen im Haus des Christóphoros, indem sie alle Arbeiten verrichtete, die man ihr auftrug, […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
2.2. σταυρώνω τα πόδια:
• Η Ιζαμπέλα κάθεται απέναντί της, έχει σταυρώσει τα μακριά πόδια της και [...] |
Isabella sitzt ihr gegenüber, hat die langen Beine übereinandergeschlagen und […] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• Στη θέση της γραμματέως καθόταν μια ευγενική κοπέλα που σταυρώνοντας τα πόδια της πρόφερε αδιάφορα τη φράση: "Ο διευθυντής είναι σε άδεια". |
Dort [= im Chefsekretariat] saß ein nettes Mädchen, schlug die Beine übereinander und sprach gelassen den […] Satz aus: "Der Boss ist auf Urlaub". [DF+GF aus: Menasse: Vienna] |
[bzw. im selben Sinne]:
• Μια γυναίκα μετρίου αναστήματος [...] σταύρωνε τις γάμπες της απέναντί μου. |
Mir gegenüber [im Autobus] schlug eine Frau von mittlerem Wuchs [...] die Beine übereinander. [GF+DF aus: Όσες φορές] |
Weitere Wörter:
- ΣΠΑΩ...σπάω s. σπάζω ...
- ΣΠΕΥΔΩ...σπεύδω • [...], ενώ η μητέρα μου έσπευσε να βάλει στην άκρη το κέικ […], während meine Mutter eilig den [am Tisch stehenden] Kuchen zur Seite schob [DF+GF aus:...
- ΣΠΙΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...σπιτικός, -ή, -ό • ένα σπιτικό γλυκό ° einen selbstgebackenen Kuchen [Akk.] [GF+DF aus: Σκούρτης:...
- ΣΠΟΥΔΑΖΩ...σπουδάζω σπουδάζω κάποιον ° jemanden studieren lassen – zB.: • Είχα πάντα το όνειρο να τη σπουδάσω και πάντως να τελειώσει οπωσδήποτε το λύκειο....
- ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ, ο...σπουδαστής, ο 1. Beispiele: • οι σπουδαστές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας • ο 23χρονος σπουδαστής της γυμναστικής ακαδημίας Γιώργος Τσανίδης • ο Αθανάσιος Α.,...
- ΣΤΑΖΩ...στάζω • κάτω από την τσίγκινη στέγη που έσταζε βροχή ° unter dem Zinkdach, von dem das Regenwasser tropfte [GF+DF aus:...
- ΣΤΑΘΜΟΣ, ο...σταθμός, ο = [u.a.] der Meilenstein / der Markstein [sc. ein (ganz) wesentliches Ereignis im Rahmen eines Entwicklungsprozesses] ...
- ΣΤΑΜΑΤΩ...σταματώ (-άς) • Ο Μπατής σταμάτησε πάλι το λόγο του και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το μπουκάλι....
- ΣΤΑΣΟΥ...στάσου s. unter στέκομαι / στέκω ...
- ΣΤΑΥΡΟΣ, ο...σταυρός, ο 1. κάνω τον σταυρό μου: a) Funktionen [der entsprechenden Handbewegung]: - παράκληση - όρκος [s. Ι. Αντωνίου-Κρητικού: Επικοινωνώ στα Ελληνικά,...
- ΣΤΑΥΡΩΤΟΣ, -ή, -ό...σταυρωτός, -ή, -ό 1. [allgemein]:...
- ΣΤΕΚΙ, το...στέκι, το • γιατί εκτός που ξέρει όλες τις ταβέρνες, από κοσμικές και "στέκια" μέχρι κουτούκια, [...] denn abgesehen davon,...
- ΣΤΕΚΟΜΑΙ [bzw.] ΣΤΕΚΩ...στέκομαι [bzw.] στέκω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. Spezialbedeutungen: sich erweisen als // sein // [Glück etc.] haben 3....
- ΣΤΕΛΕΧΟΣ, το...στέλεχος, το • τα διευθυντικά στελέχη ° die Führungskräfte [in einem Unternehmen] [DF+GF aus: Lafontaine/Müller:...
- ΣΤΕΛΝΩ...στέλνω στέλνω (κάποιον) να ... : • Κι ενώ ήταν Δευτέρα, ημέρα άδειας του προσωπικού, η Ζυλιέτ μ’ έστειλε να φωνάξω τον Ντεντέ από το σπίτι του κήπου....
- ΣΤΕΝΟΧΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...στενοχωρημένος, -η, -ο [bzw. (lt. ΛΜΠ wohl alltagssprachlich)] στεναχωρημένος, -η, -ο (bzw. auch: στενοχωρεμένος, -η, -ο / στεναχωρεμένος, -η, -ο) = betrübt,...
- ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ, η [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑ, η...στενοχώρια, η [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)] στεναχώρια, η = die Sorge, der Kummer,...
- ΣΤΕΝΟΧΩΡΩ [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΩ...στενοχωρώ (-είς) [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)] στεναχωρώ (-είς) 1. [aktiv]: • Η απουσία της γάτας με στενοχωρούσε πολύ....
- ΣΤΕΡΕΥΩ...στερεύω • το νερό θα στερέψει ° das Wasser wird versiegen ...