στενοχωρώ (-είς)  [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)] στεναχωρώ (-είς)


1. [aktiv]:

• Η απουσία της γάτας με στενοχωρούσε πολύ.

Das Ausbleiben der Katze [die seit dem Vortag verschwunden war] bedrückte mich sehr.   [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand]

• Μα είχε πάψει να τον στενοχωρεί κι αυτή η ιδέα.

Aber [auch] dieser Gedanke [sc. dass seine Tochter wohl niemals heiraten würde] machte ihn nicht mehr traurig.

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Αυτές οι σκέψεις όχι μονάχα τη στενοχώρησαν, αλλά [...]

Diese Gedanken [die sich sich über ver­gängliche Jugend, langwieriges Altern, Warten auf den Tod usw. machte] depri­mierten sie nicht nur, sondern […]

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]


2. [passiv]

(= στενοχωρούμαι [und] στενοχωριέμαι)

[bzw.] στεναχωρούμαι [und] στεναχωριέμαι):

• Και δεν θα στενοχωρηθούν άμα μας βρουν έτσι;

Und sind sie [unsere Verwandten] dann nicht traurig, wenn sie uns [so (sc.: tot)] finden?   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Μη στενοχωριέσαι.

Nimm es nicht so schwer. [dass deine Bettnachbarin im Spitals­zimmer unerwartet gestorben ist]     [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• Μη στενοχωριέσαι.

Don't worry. 

[bzw.]

Mach dir nichts draus. [dass du (in der Situation) so ungeschickt warst]

[GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]


[Anm.: στενοχωρημένος / στεναχωρημένος (-η, -ο): s. eigenes Stichwort ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΣΤΑΣΟΥ...στάσου s. unter στέκομαι / στέκω ...
  • ΣΤΑΥΡΟΣ, ο...σταυρός, ο 1. κάνω τον σταυρό μου: a) Funktionen [der entsprechenden Handbewegung]: - παράκληση - όρκος [s. Ι. Αντωνίου-Κρητικού: Επικοινωνώ στα Ελληνικά,...
  • ΣΤΑΥΡΩΝΩ...σταυρώνω 1. Grundbedeutung: kreuzigen 2.1. σταυρώνω τα χέρια: a) in wörtlicher Bedeutung: • Ακουμπάει στον τοίχο και σταυρώνει τα χέρια....
  • ΣΤΑΥΡΩΤΟΣ, -ή, -ό...σταυρωτός, -ή, -ό 1. [allgemein]:...
  • ΣΤΕΚΙ, το...στέκι, το • γιατί εκτός που ξέρει όλες τις ταβέρνες, από κοσμι­κές και "στέκια" μέχρι κουτούκια, [...] denn abgesehen davon,...
  • ΣΤΕΚΟΜΑΙ [bzw.] ΣΤΕΚΩ...στέκομαι [bzw.] στέκω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. Spezialbedeutungen: sich erweisen als // sein // [Glück etc.] haben 3....
  • ΣΤΕΛΕΧΟΣ, το...στέλεχος, το • τα διευθυντικά στελέχη ° die Führungskräfte [in einem Unternehmen] [DF+GF aus: Lafontaine/Müller:...
  • ΣΤΕΛΝΩ...στέλνω στέλνω (κάποιον) να ... : • Κι ενώ ήταν Δευτέρα, ημέρα άδειας του προσωπικού, η Ζυλιέτ μ’ έστειλε να φωνάξω τον Ντεντέ από το σπίτι του κήπου....
  • ΣΤΕΝΟΧΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...στενοχωρημένος, -η, -ο [bzw. (lt. ΛΜΠ wohl alltagssprachlich)] στεναχωρημένος, -η, -ο (bzw. auch: στενοχωρεμένος, -η, -ο / στεναχωρεμένος, -η, -ο) = betrübt,...
  • ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ, η [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑ, η...στενοχώρια, η [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)] στεναχώρια, η = die Sorge, der Kummer,...
Nachher:
  • ΣΤΕΡΕΥΩ...στερεύω • το νερό θα στερέψει ° das Wasser wird versiegen ...
  • ΣΤΕΡΕΩΝΩ...στερεώνω (bzw. [volkstümlich]: στεριώνω) • Άλλαξα πολλές δουλειές ως να στεριώσω κάπου. ° Ich tat jede mögliche Arbeit, bis ich irgendwo Fuß fassen konnte....
  • ΣΤΕΡΙΩΝΩ...στεριώνω s. στερεώνω ...
  • ΣΤΕΡΟΥΜΑΙ...στερούμαι s. unter στερώ (Pkt. B) ...
  • ΣΤΕΡΩ...στερώ (-είς) Übersicht: A) Aktivform B) Passivform A) Aktivform: a) στερώ κάτι από κάποιον (auch: στερώ κάτι σε κάποιον) ([bzw.]:...
  • ΣΤΕΦΑΝΙ, το...στεφάνι, το 1) der Kranz [allgemein]: • τα στεφάνια που ακόμη δεν είχαν μαραθεί ° die Kränze [am Grab], die noch nicht verwelkt waren 2....
  • ΣΤΕΦΑΝΩΜΑ, το...στεφάνωμα, το = die Trauung / die Hochzeit Vgl. die Beschreibung der Zeremonie bei Ross, S 76 f. (GF) bzw. S 58 f. (DF) :...
  • ΣΤΗΝΩ...στήνω 1. στήνω (+ Akk.) ° jemanden [bei einem vereinbarten Treffen] warten lassen: • Έχει περάσει ένα τέταρτο από την ώρα του ραντεβού τους και εκείνος,...
  • ΣΤΙΓΜΗ, η...στιγμή, η Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. προς στιγμή(ν) 3. κάποια στιγμή 4. σε μια στιγμή // μια στιγμή 5. στη στιγμή 6.1. τη στιγμή που [bzw.] 6.2. τη στιγμή,...