στερεώνω (bzw. [volkstümlich]: στεριώνω)
• Άλλαξα πολλές δουλειές ως να στεριώσω κάπου. ° Ich tat jede mögliche Arbeit, bis ich irgendwo Fuß fassen konnte. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΣΤΑΥΡΩΝΩ...σταυρώνω 1. Grundbedeutung: kreuzigen 2.1. σταυρώνω τα χέρια: a) in wörtlicher Bedeutung: • Ακουμπάει στον τοίχο και σταυρώνει τα χέρια....
- ΣΤΑΥΡΩΤΟΣ, -ή, -ό...σταυρωτός, -ή, -ό 1. [allgemein]:...
- ΣΤΕΚΙ, το...στέκι, το • γιατί εκτός που ξέρει όλες τις ταβέρνες, από κοσμικές και "στέκια" μέχρι κουτούκια, [...] denn abgesehen davon,...
- ΣΤΕΚΟΜΑΙ [bzw.] ΣΤΕΚΩ...στέκομαι [bzw.] στέκω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. Spezialbedeutungen: sich erweisen als // sein // [Glück etc.] haben 3....
- ΣΤΕΛΕΧΟΣ, το...στέλεχος, το • τα διευθυντικά στελέχη ° die Führungskräfte [in einem Unternehmen] [DF+GF aus: Lafontaine/Müller:...
- ΣΤΕΛΝΩ...στέλνω στέλνω (κάποιον) να ... : • Κι ενώ ήταν Δευτέρα, ημέρα άδειας του προσωπικού, η Ζυλιέτ μ’ έστειλε να φωνάξω τον Ντεντέ από το σπίτι του κήπου....
- ΣΤΕΝΟΧΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...στενοχωρημένος, -η, -ο [bzw. (lt. ΛΜΠ wohl alltagssprachlich)] στεναχωρημένος, -η, -ο (bzw. auch: στενοχωρεμένος, -η, -ο / στεναχωρεμένος, -η, -ο) = betrübt,...
- ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ, η [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑ, η...στενοχώρια, η [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)] στεναχώρια, η = die Sorge, der Kummer,...
- ΣΤΕΝΟΧΩΡΩ [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΩ...στενοχωρώ (-είς) [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)] στεναχωρώ (-είς) 1. [aktiv]: • Η απουσία της γάτας με στενοχωρούσε πολύ....
- ΣΤΕΡΕΥΩ...στερεύω • το νερό θα στερέψει ° das Wasser wird versiegen ...
Nachher:
- ΣΤΕΡΙΩΝΩ...στεριώνω s. στερεώνω ...
- ΣΤΕΡΟΥΜΑΙ...στερούμαι s. unter στερώ (Pkt. B) ...
- ΣΤΕΡΩ...στερώ (-είς) Übersicht: A) Aktivform B) Passivform A) Aktivform: a) στερώ κάτι από κάποιον (auch: στερώ κάτι σε κάποιον) ([bzw.]:...
- ΣΤΕΦΑΝΙ, το...στεφάνι, το 1) der Kranz [allgemein]: • τα στεφάνια που ακόμη δεν είχαν μαραθεί ° die Kränze [am Grab], die noch nicht verwelkt waren 2....
- ΣΤΕΦΑΝΩΜΑ, το...στεφάνωμα, το = die Trauung / die Hochzeit Vgl. die Beschreibung der Zeremonie bei Ross, S 76 f. (GF) bzw. S 58 f. (DF) :...
- ΣΤΗΝΩ...στήνω 1. στήνω (+ Akk.) ° jemanden [bei einem vereinbarten Treffen] warten lassen: • Έχει περάσει ένα τέταρτο από την ώρα του ραντεβού τους και εκείνος,...
- ΣΤΙΓΜΗ, η...στιγμή, η Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. προς στιγμή(ν) 3. κάποια στιγμή 4. σε μια στιγμή // μια στιγμή 5. στη στιγμή 6.1. τη στιγμή που [bzw.] 6.2. τη στιγμή,...
- ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΣ, -α, -ο...στιγμιαίος, -α, -ο • Τα μάτια του άστραψαν στιγμιαία πίσω από τα γυαλιά. ° Seine Augen blitzten einen Moment hinter den Brillengläsern auf. [GF+DF aus:...
- ΣΤΙΧΟΜΥΘΙΑ, η...στιχομυθία, η = der Wortwechsel [im konkreten Fall: zwischen zwei Ehegatten (im Streit)] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...