στεφάνωμα, το
= die Trauung / die Hochzeit
Vgl. die Beschreibung der Zeremonie bei Ross, S 76 f. (GF) bzw. S 58 f. (DF) :
Την Κυριακή το απόγευμα έγιναν τα στεφανώματα στο σπίτι της νύφης. Ένας [...] παπάς, διεύθυνε τα τού γάμου, με βοηθό έναν δεύτερο παπά. [...] Οι παπάδες έψελναν και προσεύχονταν, [...]. [...] Μετά έγινε η αλλαγή των δαχτυλιδιών. Η κύρια πράξη ωστόσο είναι "το στεφάνωμα". [...] Δυο μεγάλα στεφάνια από μοσκοϊτιά, με κόκκινες κορδέλες και χρυσόχαρτο, συνδέονται με μια κόκκινη κορδελίτσα. Ένα αγόρι ("στεφανοφόρος") κρατά ένα αγιασμένο κερί μπροστά στο γαμπρό, όταν μπαίνει στο σπίτι. Ο παπάς βάζει τα στέφανα στα κεφάλια του ζευγαριού και ο "κουπάρος" στέκεται δεξιά. Ο παπάς μετακινεί τα στέφανα με πολλές διασταυρώσεις, πότε στο ένα κεφάλι πότε στο άλλο. Αμέσως μετά, βαδίζουν οι τέσσερες: τα δυο παιδιά με τα κεριά, η νύφη, ο γαμπρός και ο κουμπάρος, οδηγούμενοι απ’ τον παπά, γύρω-τριγύρω απ’ το βωμό, φιλούνε το Ευαγγέλιο και μια αγία εικόνα. Ο κουμπάρος κρατά τα χέρια του στους τράχηλους του ζευγαριού, τους πιέζει γερά, τόσο συχνά όσο το επιτάσσει το "μυστήριον" και τους κάνει να σκύψουν τα κεφάλια. Γενικά ο κουμπάρος παίζει στο γάμο τον σημαντικότερο ρόλο. Λένε πάντα γι’ αυτόν ότι "εστεφάνωσε" το ζευγάρι. [...] Μ’ αυτά όλα, η τελετή τέλειωσε.1) 1) Ένα στεφάνωμα λέγεται ακόμα "γάμος", ή "γάμοι" στον πληθυντικό αλλά το ρήμα γαμείν έγινε άπρεπο και χρησιμοποιείται μονάχα με άσεμνη έννοια. Έτσι και το φιλείν δεν σημαίνει πια αγαπώ, αλλά ασπάζομαι. = Am Sonntage Nachmittags war die Trauung im Hause der Braut. Ein […] Papas verrichtete dieselbe, ein anderer assistierte ihm. […] Die Priester sangen und beteten, […]. […] Hierauf fand der Ringwechsel statt. Der Hauptakt ist aber die Krönung (το στεφάνωμα), wonach die ganze Trauung benannt wird. Zwei große Kronen aus Weidenruten, mit roten Bändern und Flittergold umwunden, sind mit einem roten Bändchen zusammengeknüpft. Ein Knabe (στεφανοφόρος) trug sie nebst einer geweihten Kerze vor dem Bräutigam bei seinem Eintritt in das Haus einher. Der Priester drückte sie dem jungen Paare auf das Haupt, und der zur Rechten des Bräutigams stehende Gevatter (κουμπάρος) setzte sie dann unter mannigfaltigen Windungen bald dem Einen bald der Andern auf. [Anm.: Lt. GF macht dies (ebenfalls) der Priester.] Alsdann wandelten die Vier – die Brautjungfer, die Braut, der Bräutigam und der Gevatter –, von dem Priester geführt, drei mal um den Altar herum, das Evangelienbuch und ein Heiligenbild auf demselben küssend, wobei der Gevatter seine Hände in den Nacken des Brautpaars gestemmt hielt, sie gewaltsam niederdrückend, so oft die Zeremonie es erforderte, dass sie sich verbeugten. Überhaupt spielt der Gevatter bei der Trauung die wichtigste Rolle; es heißt in alle Zeit von ihm, dass er das Ehepaar gekrönt habe (εστεφάνωσε), […]. Hiermit war die Zeremonie geschlossen2); […] 2) Eine Hochzeit heißt noch γάμος oder pluralisch γάμοι, aber das Zeitwort γαμείν ist unanständig geworden und wird nur in obszönem Sinne gebraucht. So heißt auch φιλείν nicht mehr lieben, sondern küssen. |
Weitere Wörter:
- ΣΤΕΛΝΩ...στέλνω στέλνω (κάποιον) να ... : • Κι ενώ ήταν Δευτέρα, ημέρα άδειας του προσωπικού, η Ζυλιέτ μ’ έστειλε να φωνάξω τον Ντεντέ από το σπίτι του κήπου....
- ΣΤΕΝΟΧΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...στενοχωρημένος, -η, -ο [bzw. (lt. ΛΜΠ wohl alltagssprachlich)] στεναχωρημένος, -η, -ο (bzw. auch: στενοχωρεμένος, -η, -ο / στεναχωρεμένος, -η, -ο) = betrübt,...
- ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ, η [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑ, η...στενοχώρια, η [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)] στεναχώρια, η = die Sorge, der Kummer,...
- ΣΤΕΝΟΧΩΡΩ [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΩ...στενοχωρώ (-είς) [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)] στεναχωρώ (-είς) 1. [aktiv]: • Η απουσία της γάτας με στενοχωρούσε πολύ....
- ΣΤΕΡΕΥΩ...στερεύω • το νερό θα στερέψει ° das Wasser wird versiegen ...
- ΣΤΕΡΕΩΝΩ...στερεώνω (bzw. [volkstümlich]: στεριώνω) • Άλλαξα πολλές δουλειές ως να στεριώσω κάπου. ° Ich tat jede mögliche Arbeit, bis ich irgendwo Fuß fassen konnte....
- ΣΤΕΡΙΩΝΩ...στεριώνω s. στερεώνω ...
- ΣΤΕΡΟΥΜΑΙ...στερούμαι s. unter στερώ (Pkt. B) ...
- ΣΤΕΡΩ...στερώ (-είς) Übersicht: A) Aktivform B) Passivform A) Aktivform: a) στερώ κάτι από κάποιον (auch: στερώ κάτι σε κάποιον) ([bzw.]:...
- ΣΤΕΦΑΝΙ, το...στεφάνι, το 1) der Kranz [allgemein]: • τα στεφάνια που ακόμη δεν είχαν μαραθεί ° die Kränze [am Grab], die noch nicht verwelkt waren 2....
- ΣΤΗΝΩ...στήνω 1. στήνω (+ Akk.) ° jemanden [bei einem vereinbarten Treffen] warten lassen: • Έχει περάσει ένα τέταρτο από την ώρα του ραντεβού τους και εκείνος,...
- ΣΤΙΓΜΗ, η...στιγμή, η Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. προς στιγμή(ν) 3. κάποια στιγμή 4. σε μια στιγμή // μια στιγμή 5. στη στιγμή 6.1. τη στιγμή που [bzw.] 6.2. τη στιγμή,...
- ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΣ, -α, -ο...στιγμιαίος, -α, -ο • Τα μάτια του άστραψαν στιγμιαία πίσω από τα γυαλιά. ° Seine Augen blitzten einen Moment hinter den Brillengläsern auf. [GF+DF aus:...
- ΣΤΙΧΟΜΥΘΙΑ, η...στιχομυθία, η = der Wortwechsel [im konkreten Fall: zwischen zwei Ehegatten (im Streit)] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
- ΣΤΟΑ, η...στοά, η 1) die Passage [mit Läden] * // die Arkade [entlang einer Häuserzeile]** // der Durchgang *** *[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] **[DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
- ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...στοιχειωμένος, -η, -ο • Ένας στοιχειωμένος στρατός σε στάση προσοχής. ° Sie wirken wie ein Geisterwald [GF: eine Geisterarmee] in Habachtstellung. [sc....
- ΣΤΟΙΧΕΙΩΝΩ...στοιχειώνω • στοιχειωμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort ...
- ΣΤΟΙΧΗΜΑ, το...στοίχημα, το 1. Grundbedeutung: die Wette 2. στοίχημα ότι / πως ... : • Στοίχημα ότι θα χρειαστεί να τους σύρεις στο δικαστήριο; ° Wetten,...
- ΣΤΟΙΧΙΖΩ...στοιχίζω μου στοιχίζει ° es geht mir nahe / es setzt mir zu / es schmerzt mich / es trifft mich [etc.]:...