στερώ (-είς)
a) στερώ κάτι από κάποιον (auch: στερώ κάτι σε κάποιον)
([bzw.]: σου / του / της … στερώ κάτι)
[bzw.]
b) στερώ κάποιον από κάτι
=
jemandem etwas nehmen / entziehen / rauben / vorenthalten / versagen [etc.]; jemanden um etwas bringen
BSe für Konstruktion a:
• Την ελευθερία που στερούμε απ’ τα πουλιά, ... |
Die Freiheit [Akk.], die wir den Vögeln nehmen (vorenthalten / um die wir die Vögel bringen) [indem wir sie in Käfige sperren], … |
• Και αυτό του το "πιστεύω" κανείς δεν μπορούσε να του το στερήσει! |
Und diese (seine) Überzeugung (diesen {seinen} Glauben) [sc. dass sein Sohn seine radikale politische Einstellung irgendwann ändern würde], konnte ihm [= dem Vater] niemand nehmen! [d.h. er hielt beständig daran fest] [Eigenübersetzung] |
• Έχω πιει δύο καφέδες και τώρα απολαμβάνω – πράγμα ανήκουστο, διότι το φαγητό απαγορεύεται στο γραφείο – ένα κρουασάν με γέμιση μήλο. Είχα δώσει μάχη πριν από μερικά χρόνια για να μας επιτραπεί – τουλάχιστον σ’ εμάς, τις ιδιαιτέρες – να έχουμε ένα ποτήρι νερό ή έναν καφέ στο γραφείο μας, η δουλειά είναι τόσο εξοντωτική που θεωρώ απάνθρωπο να μας στερούν ένα τονωτικό – εξακολουθούν όμως να το στερούν από όλους τους υπόλοιπους υπαλλήλους της εταιρείας, με το πρόσχημα ότι στο υπόγειο υπάρχει ένα κυλικείο, ... [Anm.: στερώ hier also unzweifelhaft mit der Bedeutung "vorenthalten"] |
|
• Στερώντας του την δημοκρατική δομή, το Internet θα γίνει αυτόματα ένα Μέσο για τους λίγους και ισχυρούς που ήδη μονοπωλούν τα υπόλοιπα Μ.Μ.Ε. |
Indem (Wenn) man ihm [durch gesetzliche Beschränkungen] die demokratische Struktur entzieht (nimmt), wird das Internet automatisch ein Medium für die Wenigen und Mächtigen werden, die bereits die übrigen Massenmedien monopolisieren. |
• Είχα στερήσει από τον ταξιτζή τα μεροκάματα δύο ημερών. |
Ich hatte [durch meine Ungeschicklichkeit] den Taxifahrer um den Verdienst von zwei Tagen gebracht. [DF+GF aus: Schulze: Simple Storys] |
• δεν ήθελα να στερήσω στα παιδιά του Ευγένιου τις σοκολάτες τους [Anm.: στα παιδιά (nicht: από τα παιδιά)] |
[…] wollte ich Eugens Kinder [iS von: seine Schüler] nicht um ihre Schokoriegel bringen [indem ich für seine Entlassung als Lehrer gesorgt hätte] [DF+GF aus: Friedrich: Currywurst] |
• Η τεχνολογία και η κουλτούρα στερούν στα παιδιά κάτι που το έχουν μεγάλη ανάγκη. [Anm.: στα παιδιά (nicht: από τα παιδιά)] |
(Die) Technologie und (die) Kultur nehmen den Kindern etwas (bringen die Kinder um etwas), das sie dringend brauchen [sc. den Bezug zur Natur etc.]. [Eigenübersetzung] |
• Ο διαιτητής είπε ότι μπορούσε να είχε αποβάλει τον Στέλιο: "Μπορούσα να είχα αποβάλει τον Στέλιο, αλλά δεν θέλησα να του στερήσω τη συμμετοχή του από τον αγώνα ρεβάνς." |
Der Schiedsrichter sagte, dass er Stelios ausschließen hätte können: "Ich hätte Stelios ausschließen können, aber ich wollte ihn nicht um seine Teilnahme am [morgen stattfindenden] Rückspiel bringen (ihm nicht seine [Möglichkeit zur] Teilnahme am Rückspiel nehmen)." [daher habe ich ihn nicht ausgeschlossen] |
• τσιγάρο δεν επιτρεπόταν να καπνίσει κι ένοιωθε να του στερούν το οξυγόνο |
Rauchen war [hier im Warteraum des Spitals] nicht erlaubt, und ihm war, als hätte man ihm den Sauerstoff entzogen [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• [...], αλλά γιατί ο Θεός τής στέρησε αυτό, την ομιλία. |
[…], sondern weil Gott ihr das versagt hätte [= hat], das Sprechen. [meinte die stumm geborene Frau] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
[iS von Konstruktion a auch]: • Με συγχωρείτε που θα στερήσω* λίγο από τον πολύτιμο χρόνο σας μ’ αυτή την επιστολή, μα όπως θα δείτε στην πορεία υπάρχει σοβαρός λόγος. *[Anm.: hier also nicht eigens: "θα σας στερήσω"] |
Verzeihen Sie mir (Entschuldigen Sie), dass ich [Ihnen*] mit diesem Brief ein wenig von Ihrer wertvollen Zeit rauben werde, aber wie Sie im (weiteren) Verlauf sehen werden, gibt es einen wichtigen Grund. [Einleitung eines Briefs an einen Minister] *[Anm.: wird hier nicht eigens erwähnt] |
BSe für Konstruktion b:
• Η αποικιοκρατία και ο ιμπεριαλισμός στέρησαν και εξακολουθούν να στερούν τις γυναίκες από την πολιτική και οικονομική τους αυτονομία. |
Kolonialismus und Imperialismus nahmen und nehmen den Frauen [ihre] politische und ökonomische Eigenständigkeit. [DF+GF aus: Ditfurth: Lwg] |
• Στέρησε την ομάδα μας από πάρα πολλούς βαθμούς. |
Er [sc. der Schiedsrichter] ~brachte unsere Mannschaft um sehr (sehr) viele Punkte. |
• Φυσικά, αν αφαιρέσει κανείς από μια θρησκεία το δογματικό της θεμέλιο, θα στερήσει τις επιταγές της από την απόλυτη ισχύ τους. |
Wenn jemand von einer Religion deren dogmatisches Fundament wegnimmt, entzieht (nimmt) er natürlich ihren Geboten deren absolute Gültigkeit. |
_________________
vgl. auch eine (wohl veraltete und/oder unrichtige) weitere Konstruktion (mit derselben Bedeutung):
c) στερώ κάποιον + Genitiv (also + τού / τής / τού …) – zB.:
• Ο αριθμός των θεατών στους ερασιτεχνικούς αγώνες συνακόλουθα πέφτει, στερώντας τα σωματεία των εισπράξεών τους και αδυνατίζοντας έτσι την όλη βάση των οικονομικών τους. |
Die Folge [der medialen Konzentration auf die Berichterstattung über Fußballspiele der Profi-Spitzenmannschaften] ist ein Zuschauerschwund bei den Spielen der Amateurteams, der ihren Vereinen die Spieleinnahmen und damit die finanzielle Basis entzieht [in der GF: und so die ganze Basis ihrer Finanzen schwächt]. * |
• [...], μια και η συγκέντρωση των μέσων ενημέρωσης στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο στερεί το ερασιτεχνικό παιχνίδι, καθώς κι άλλα, λιγώτερο δημοφιλή σπορ, τού δημόσιου ενδιαφέροντος. |
[…], denn die Bindung der Medien [in ihrer Berichterstattung] an den kommerziellen Fußballsport, […], entzieht dem Amateurfußball, ebenso wie weniger populären Sportarten die Gunst des Publikums [in der GF: das öffentliche Interesse]. * |
*[DF+GF aus: G. Vinnai: Fußballsport als Ideologie / Το ποδόσφαιρο ως ιδεολογία (= griechische Übersetzung, erschienen 1978)]
B) Passivform (στερούμαι, -είσαι):
στερούμαι κάτι [also στερούμαι + Akkusativ]*
*[in der Praxis auch: στερούμαι + Genitiv (s. dazu unten)]
=
a) verzichten auf etwas [etc.]
b) mir wird etwas vorenthalten / verwehrt / verweigert / entzogen [etc.]; ich werde um etwas gebracht //
[bzw.:] etwas entbehren müssen // [bzw.:] es mangelt mir an etwas / ich verfüge über etwas nicht (bzw.: in zu geringem Ausmaß)
BSe für Bedeutung a:
• Σε όλη σου τη ζωή δίαιτα κάνεις εσύ. Για να διατηρήσεις τη σιλουέτα σου, στερείσαι όλες τις λιχουδιές και τα πιο νόστιμα φαγητά. |
Dein ganzes Leben lang hältst du Diät. Um deine [schlanke] Linie zu halten, verzichtest du auf alle Leckerbissen und die schmackhaftesten Speisen (…, ~lässt du dir alle Leckerbissen … entgehen). |
(weitere BSe s. unter verzichten [Z 2])
BSe für Bedeutung b:
• Όσοι υπηρετούν τη στρατιωτική ή την πολιτική τους θητεία δεν στερούνται μόνο το δικαίωμα γνώμης, αλλά και [...]. |
Wehrdienst- und Zivildienstleistenden wird nicht nur die Meinungsfreiheit verwehrt, sondern auch …[das Petitionsrecht]. [DF+GF aus: Ditfurth: Lwg] |
• Δεν θα τα έχει στερηθεί, όπως τα στερήθηκα εγώ, και εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο. |
Ihr [sc. meiner Cousine, die eine Privatschule besuchte] werden sie [sc. diese Dinge ° αυτά τα πράγματα (= Französisch und Tennis, worin sie dort unterrichtet wurde)] [bei einer Gesamtbetrachtung ihres Lebens] nicht ~vorenthalten gewesen sein, wie sie m i r ~vorenthalten waren, und [ebenso] Millionen Kindern auf der ganzen Welt. / Sie [sc. meine Cousine] wird sie [sc. diese Dinge] nicht entbehren haben müssen, wie i c h sie entbehren musste, und Millionen Kinder auf der ganzen Welt. |
• Άτιμος λογιζόταν στην αρχαία Αθήνα ο πολίτης που είχε στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα· η ποινή τούτη επιβαλλόταν προπαντός στους κατηγόρους που δεν κατόρθωναν να συγκεντρώσουν το ένα πέμπτο των ψήφων των δικαστών. Για εκείνη την εποχή η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στην Αθήνα είχε μεγάλη σημασία γιατί η πολιτική ζωή καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας των αντρών. |
Als ehrlos galt im antiken Athen der (= jener) Bürger, dem seine politischen Rechte entzogen worden waren (der seine politischen Rechte verloren hatte); [……] |
• ο Τάσος θα στερηθεί τις υπηρεσίες του Κώστα για μεγάλο χρονικό διάστημα |
Tasos [= Trainer der Fußballmannschaft] wird für lange Zeit auf die Dienste von Kostas [= des schwer verletzen Spielers] verzichten müssen (Tasos wird für lange Zeit die Dienste von Kostas entbehren müssen) |
• λυπόταν ειλικρινά που είχε στερηθεί ένα τόσο μεγάλο διάστημα τη συντροφιά της |
es tue ihm aufrichtig leid, dass er so lange ihre Gesellschaft habe entbehren müssen [GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών] |
Beispiele für die Verwendung von στερούμαι + Genitiv:
• Σαν άνεργοι θεωρούνται όσα άτομα στερούνται απασχόλησης και έχουν αναγγελθεί στα γραφεία εργασίας. |
Als Arbeitslose werden alle (jene) Personen angesehen, die keine Beschäftigung haben und den Arbeitsämtern gemeldet worden sind. |
• Ο συντάκτης στερείται στοιχειωδών γνώσεων αριθμητικής. |
Dem Redakteur mangelt es an elementaren Rechenkenntnissen. |
• Ο σολίστ δε στερείται προσόντων. |
Dem Solisten [des Konzertes] mangelt es nicht an Fähigkeiten. |
• Όταν όμως ο οργανισμός στερείται θερμίδων στην αρχή της ημέρας, στερείται και της ενέργειας που χρειάζεται για να ασκηθεί το μεσημέρι και το απόγευμα. |
Wenn aber der Organismus am Tagesbeginn [sc. beim Frühstück] zu wenig Kalorien zugeführt bekommt, hat er auch zu wenig Energie (mangelt es ihm auch an Energie), die er zum Trainieren [zB. in einem Fitnessstudio] zu Mittag und am Nachmittag benötigt. |
• Η ΑΕΚ θα στερηθεί των υπηρεσιών των Μανωλά και Μπαλλή, που είναι τραυματίες. |
AEK [Fußballmannschaft] wird der Dienste von Manolas und Ballis ~entbehren müssen, die verletzt sind (… wird auf die Dienste … ~verzichten müssen). |
Weitere Wörter:
- ΣΤΕΚΟΜΑΙ [bzw.] ΣΤΕΚΩ...στέκομαι [bzw.] στέκω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. Spezialbedeutungen: sich erweisen als // sein // [Glück etc.] haben 3....
- ΣΤΕΛΕΧΟΣ, το...στέλεχος, το • τα διευθυντικά στελέχη ° die Führungskräfte [in einem Unternehmen] [DF+GF aus: Lafontaine/Müller:...
- ΣΤΕΛΝΩ...στέλνω στέλνω (κάποιον) να ... : • Κι ενώ ήταν Δευτέρα, ημέρα άδειας του προσωπικού, η Ζυλιέτ μ’ έστειλε να φωνάξω τον Ντεντέ από το σπίτι του κήπου....
- ΣΤΕΝΟΧΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...στενοχωρημένος, -η, -ο [bzw. (lt. ΛΜΠ wohl alltagssprachlich)] στεναχωρημένος, -η, -ο (bzw. auch: στενοχωρεμένος, -η, -ο / στεναχωρεμένος, -η, -ο) = betrübt,...
- ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ, η [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑ, η...στενοχώρια, η [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)] στεναχώρια, η = die Sorge, der Kummer,...
- ΣΤΕΝΟΧΩΡΩ [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΩ...στενοχωρώ (-είς) [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)] στεναχωρώ (-είς) 1. [aktiv]: • Η απουσία της γάτας με στενοχωρούσε πολύ....
- ΣΤΕΡΕΥΩ...στερεύω • το νερό θα στερέψει ° das Wasser wird versiegen ...
- ΣΤΕΡΕΩΝΩ...στερεώνω (bzw. [volkstümlich]: στεριώνω) • Άλλαξα πολλές δουλειές ως να στεριώσω κάπου. ° Ich tat jede mögliche Arbeit, bis ich irgendwo Fuß fassen konnte....
- ΣΤΕΡΙΩΝΩ...στεριώνω s. στερεώνω ...
- ΣΤΕΡΟΥΜΑΙ...στερούμαι s. unter στερώ (Pkt. B) ...
- ΣΤΕΦΑΝΙ, το...στεφάνι, το 1) der Kranz [allgemein]: • τα στεφάνια που ακόμη δεν είχαν μαραθεί ° die Kränze [am Grab], die noch nicht verwelkt waren 2....
- ΣΤΕΦΑΝΩΜΑ, το...στεφάνωμα, το = die Trauung / die Hochzeit Vgl. die Beschreibung der Zeremonie bei Ross, S 76 f. (GF) bzw. S 58 f. (DF) :...
- ΣΤΗΝΩ...στήνω 1. στήνω (+ Akk.) ° jemanden [bei einem vereinbarten Treffen] warten lassen: • Έχει περάσει ένα τέταρτο από την ώρα του ραντεβού τους και εκείνος,...
- ΣΤΙΓΜΗ, η...στιγμή, η Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. προς στιγμή(ν) 3. κάποια στιγμή 4. σε μια στιγμή // μια στιγμή 5. στη στιγμή 6.1. τη στιγμή που [bzw.] 6.2. τη στιγμή,...
- ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΣ, -α, -ο...στιγμιαίος, -α, -ο • Τα μάτια του άστραψαν στιγμιαία πίσω από τα γυαλιά. ° Seine Augen blitzten einen Moment hinter den Brillengläsern auf. [GF+DF aus:...
- ΣΤΙΧΟΜΥΘΙΑ, η...στιχομυθία, η = der Wortwechsel [im konkreten Fall: zwischen zwei Ehegatten (im Streit)] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
- ΣΤΟΑ, η...στοά, η 1) die Passage [mit Läden] * // die Arkade [entlang einer Häuserzeile]** // der Durchgang *** *[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] **[DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
- ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...στοιχειωμένος, -η, -ο • Ένας στοιχειωμένος στρατός σε στάση προσοχής. ° Sie wirken wie ein Geisterwald [GF: eine Geisterarmee] in Habachtstellung. [sc....
- ΣΤΟΙΧΕΙΩΝΩ...στοιχειώνω • στοιχειωμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort ...