στέκομαι  [bzw.]  στέκω


Übersicht:

1. Grundbedeutungen

2. Spezialbedeutungen: sich erweisen als // sein // [Glück etc.] haben

3. [in Zusammenhang mit einer Stellungnahme]

4. (κάτι) δεν στέκει

5.1. στάσου [Grundbedeutung]

5.2. στάσου [ohne Bezugnahme auf ein (räumliches) Stehen­bleiben, Nicht-Weiter­ge­hen]


1. Grundbedeutungen:

a) stehen:

• Δεν καταλάβαινες πως ήταν τόσο ψηλή παρά μόνο αν στεκόσουν δίπλα της.  °  Man bemerkte nicht (= Es fiel einem nicht auf), dass sie so groß [gewachsen] war, außer wenn man neben ihr stand.

b) stehen bleiben:

• Η Άννα έκανε νόημα στον οδηγό να σταθεί.  °  Anna gab dem Lenker [des vorüber­fahrenden Autos] ein Zeichen, damit er stehen bleibt. [weil sie eine Panne hat]

c) dastehen:

• Η Λουίζα στεκόταν ακόμα με το βιβλίο στην αγκαλιά.  °  Luisa stand [im Arbeitszimmer ihres Va­ters] weiter mit dem Buch im Arm da.   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


2. Spezialbedeutungen: sich erweisen als // sein // [Glück etc.] haben:

• Θελήσαμε να κάνουμε μια στατιστική. Στάθηκε αδύνατο.

Wir wollten eine Statistik machen. Es er­wies sich als (Es war) unmöglich. [zB. weil das Daten­material zu umfang­reich war]

• Άτιμος δε στάθηκα ποτές μου και να το ξέρετε.

Unehrenhaft war ich [= euer Vater] nie [in meinem Leben], das sollt ihr wissen.

[GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]

• στάθηκε αυστηρή μαζί μου

sie war mir gegenüber streng  

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• Αυτό στάθηκε το πρώτο μου βήμα σε ελληνικό έδαφος.

Das war mein erster Schritt auf griechi­schem Boden. [sc. als ich (mit dem Schiff aus Italien kommend) auf der Insel Hydra an Land ging]   [DF+GF aus: Ross]

• Ή μήπως είχε έρθει μόνο για να ζητήσει συγγνώμη που δεν της είχε σταθεί δυνατόν να του ρευστοποι­ήσει το ποσόν που επι­θυ­μούσε [...];

Oder war sie nur gekommen, um sich zu entschuldi­gen, daß es ihr nicht möglich gewesen war, den [von ihm] gewünsch­ten Betrag für ihn flüssig zu machen [...]?

[DF+GF aus: Schnitzler: Spiel]

• αν σταθώ τυχερή

wenn ich [weibl.] Glück habe [bekomme ich recht­zeitig ein Taxi]

• Δεν στάθηκαν τυχεροί.

Sie hatten kein Glück. [denn es gelang ihnen im entlegenen Berggebiet nicht, einen Fernsehsender mit ihrem Apparat herein­zubekommen]


3. [in Zusammenhang mit einer Stellungnahme]:

• Ολότελα ακατάλληλη η στιγμή να σταθείς κριτικά απέναντι σ’ ένα τόσο ογκώδες έργο, όταν ο δημιουργός του [...]  °  Das ist nicht der richtige Augenblick, um sich kritisch zu solch einem gewaltigen Werk zu äußern, da [= wo] dessen Schöpfer [sc. der türkische Dichter Nazim Hikmet] [uns soeben für immer verlassen hat]

[Anm.: GF+DF ist der Beginn des Einleitungssatzes aus einem Text von Γιάννης Ρίτσος über das Werk des türkischen Dichters Nazim Hikmet, geschrieben kurz nach dessen Tod.]


4. (κάτι) δεν στέκει  °  δεν αρμόζει, δεν είναι σωστό, δεν είναι λογικό, δεν ισχύει [ΛΔΗ] – π.χ.:

• Αυτό που είπες δεν στέκει.  [ΛΔΗ]

• Ο ισχυρισμός αυτός (το επιχείρημα αυτό κτλ.) δεν στέκει.  [ΛΔΗ]

• Αυτά τα πράγματα σήμερα δεν στέκουν (= δεν ισχύουν).   [ΛΔΗ]

• Αλλά γλωσσολογικά αυτό δεν στέκεται, γιατί [...]  °  Aber sprachwissenschaftlich ist das unhaltbar (nicht haltbar), weil […] [gemeint ist eine bestimmte Auffassung zur Herkunft des Namens "Beethoven"]


5.1. στάσου [Grundbedeutung]  °  bleib stehen!


5.2. στάσου [ohne Bezugnahme auf ein (räumliches) Stehen­bleiben, Nicht-Weitergehen]

(auch: για στάσου // στάσου να δεις)

= Moment (mal)! / Augenblick (mal)! / Warte mal!

π.χ.:

• Στάσου! Ποιο μωρό;

Hold it!* What baby?

*[Anm.: Hold it! = Moment mal! / Moment­chen! {Leo} // Stopp! {Pons}]

[bzw.]

Moment! [iS von: Moment mal!] Wel­ches Baby? [Untertitel] [bzw.] Einen Augenblick! Welches Baby? [Ton] [sc.: Von was für einem Baby hast du da so­eben gespro­chen?] [Ausdruck der plötzlichen Verblüf­fung/Über­­­ra­schung über das Gehörte] 

[DF, EF (Ton und Untertitel) + GF (Untertitel) aus der Trickfilmserie "Familie Feuerstein"]

• Για στάσου.

Moment mal. [ich muss (auf dem Papier) nachrech­nen, ob das stimmt, was du soeben (im Kopf) ausge­rechnet hast]

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Εγώ τελευταία φορά που είδα το Νίκο ήταν ... Στάσου να δεις ... Α, ναι, όταν είχα πάει στο χρυσοχοείο του Γιώργου. Εκεί τον βρήκα.

Das letzte Mal habe ich Nikos gese­hen … Moment mal … [= Wann war das bloß … / Wann war das gleich …] A, ja, als ich im Juwelierge­schäft von Jorgos gewesen bin. Dort habe ich ihn getroffen.

[DF: Eigenübersetzung // Anm.: drei Punkte im griech. Originaltext]

• "Έχω και κάτι λιχουδιές στο σακίδιό μου για τον άρρωστο. Στάσου να δεις!" Χώνει το χέρι και τραβά μια φούχτα πράσινες πιπεριές, ολόδροσες.

"Ich hab auch ein paar Leckerbissen für unseren Kranken [= für dich] in meinem Tornister. Warte mal!" [= iS von: Moment mal! (und nicht als Aufforderung zu einem Stehenbleiben oder sonstigem Innehalten)] Er steckt seine [GF: die] Hand hinein und zieht ein Bündel grüner, frischer Paprika­schoten hervor. 

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]



Weitere Wörter:

Vorher
  • ΣΠΟΥΔΑΖΩ...σπουδάζω σπουδάζω κάποιον ° jemanden studieren lassen – zB.: • Είχα πάντα το όνειρο να τη σπουδάσω και πάντως να τελειώσει οπωσδήποτε το λύκειο....
  • ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ, ο...σπουδαστής, ο 1. Beispiele: • οι σπουδαστές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας • ο 23χρονος σπουδαστής της γυμναστικής ακαδημίας Γιώργος Τσανίδης • ο Αθανάσιος Α.,...
  • ΣΤΑΖΩ...στάζω • κάτω από την τσίγκινη στέγη που έσταζε βροχή ° unter dem Zinkdach, von dem das Regenwasser tropfte [GF+DF aus:...
  • ΣΤΑΘΜΟΣ, ο...σταθμός, ο = [u.a.] der Meilenstein / der Markstein [sc. ein (ganz) wesentliches Ereignis im Rah­men eines Ent­wicklungsprozesses] ...
  • ΣΤΑΜΑΤΩ...σταματώ (-άς) • Ο Μπατής σταμάτησε πάλι το λόγο του και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το μπουκάλι....
  • ΣΤΑΣΟΥ...στάσου s. unter στέκομαι / στέκω ...
  • ΣΤΑΥΡΟΣ, ο...σταυρός, ο 1. κάνω τον σταυρό μου: a) Funktionen [der entsprechenden Handbewegung]: - παράκληση - όρκος [s. Ι. Αντωνίου-Κρητικού: Επικοινωνώ στα Ελληνικά,...
  • ΣΤΑΥΡΩΝΩ...σταυρώνω 1. Grundbedeutung: kreuzigen 2.1. σταυρώνω τα χέρια: a) in wörtlicher Bedeutung: • Ακουμπάει στον τοίχο και σταυρώνει τα χέρια....
  • ΣΤΑΥΡΩΤΟΣ, -ή, -ό...σταυρωτός, -ή, -ό 1. [allgemein]:...
  • ΣΤΕΚΙ, το...στέκι, το • γιατί εκτός που ξέρει όλες τις ταβέρνες, από κοσμι­κές και "στέκια" μέχρι κουτούκια, [...] denn abgesehen davon,...
Nachher:
  • ΣΤΕΛΕΧΟΣ, το...στέλεχος, το • τα διευθυντικά στελέχη ° die Führungskräfte [in einem Unternehmen] [DF+GF aus: Lafontaine/Müller:...
  • ΣΤΕΛΝΩ...στέλνω στέλνω (κάποιον) να ... : • Κι ενώ ήταν Δευτέρα, ημέρα άδειας του προσωπικού, η Ζυλιέτ μ’ έστειλε να φωνάξω τον Ντεντέ από το σπίτι του κήπου....
  • ΣΤΕΝΟΧΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...στενοχωρημένος, -η, -ο [bzw. (lt. ΛΜΠ wohl alltagssprachlich)] στεναχωρημένος, -η, -ο (bzw. auch: στενοχωρεμένος, -η, -ο / στεναχωρεμένος, -η, -ο) = betrübt,...
  • ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ, η [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑ, η...στενοχώρια, η [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)] στεναχώρια, η = die Sorge, der Kummer,...
  • ΣΤΕΝΟΧΩΡΩ [bzw.] ΣΤΕΝΑΧΩΡΩ...στενοχωρώ (-είς) [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)] στεναχωρώ (-είς) 1. [aktiv]: • Η απουσία της γάτας με στενοχωρούσε πολύ....
  • ΣΤΕΡΕΥΩ...στερεύω • το νερό θα στερέψει ° das Wasser wird versiegen ...
  • ΣΤΕΡΕΩΝΩ...στερεώνω (bzw. [volkstümlich]: στεριώνω) • Άλλαξα πολλές δουλειές ως να στεριώσω κάπου. ° Ich tat jede mögliche Arbeit, bis ich irgendwo Fuß fassen konnte....
  • ΣΤΕΡΙΩΝΩ...στεριώνω s. στερεώνω ...
  • ΣΤΕΡΟΥΜΑΙ...στερούμαι s. unter στερώ (Pkt. B) ...